Ψυχανάλυση και Δημιουργικότητα
22 & 23 Οκτωβρίου 2016
Η Βορειοελλαδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία υποδέχεται την Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας στις 22 & 23 Οκτωβρίου στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε μια δημιουργική συνάντηση με θέμα: "Ψυχανάλυση και Δημιουργικότητα"
ΟΜΙΛΙΕΣ
Πτυχές της δημιουργικότητας στην ψυχαναλυτική διαδικασία
Μ. Εμμανουηλίδης
Πτυχές της δημιουργικότητας στην ψυχαναλυτική διαδικασία Μ. Εμμανουηλίδης Στην παρουσίαση αυτή θα προσεγγίσω την ανθρώπινη δημιουργικότητα σε σχέση με την ψυχανάλυση από δύο οπτικές γωνίες. Πρώτα εξετάζοντας κάποιες πτυχές της στην ψυχαναλυτική διαδικασία και μετά διατυπώνοντας κάποιες ψυχαναλυτικές υποθέσεις για την λειτουργία της γενικά. Η ανθρώπινη δημιουργικότητα είναι η βάση του πολιτισμού. Η αέναη αυτή ψυχική λειτουργία, έχοντας σαν αφετηρία κατά κύριο λόγο το υλικό των εμπειριών μας, επεξεργάζεται, επινοεί και πραγματώνει όλα αυτά που καταλήγουν να θεωρούνται λίγο πολύ καινοφανή για την εποχή τους. Εκτός από την δημιουργικότητα με αυτήν την έννοια, της πρωτοτυπίας δηλαδή σε απόλυτο πανανθρώπινο επίπεδο, υπάρχουν φυσικά και άλλες πιο καθημερινές εκδηλώσεις της. Έτσι, τα περισσότερα αποτελέσματα της έμπνευσης, της συγκεκριμένης δηλαδή κάθε φορά έκφρασης της δημιουργικότητας, άπτονται συνήθως ζητημάτων της καθημερινότητας, που ενώ δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τα πρωτεία μιας πρωτότυπης ανακάλυψης, δεν στερούνται παρά ταύτα, σε ατομικό επίπεδο, όλου εκείνου του ευχάριστου βιώματος που συνοδεύει κάθε ανακάλυψη. Με ανακαλύψεις αυτού του είδους ασχολείται ως επί το πλείστον στην καθημερινότητά της και η ψυχανάλυση. Εδώ χρειάζεται να διατυπωθεί μια πρώτη επιφύλαξη. Υποθέτουμε συνήθως ότι τα προϊόντα της δημιουργικότητας είναι θετικά και χρήσιμα για το σύνολο της ανθρωπότητας. Μια σύντομη ματιά όμως στην ιστορία γρήγορα δημιουργεί δεύτερες σκέψεις: πάρα πολλά δημιουργικά επιτεύγματα αποτελούν στην ουσία πνευματικά τέκνα του πολέμου, κάτι που είχε ίσως επισημάνει ο Ηράκλειτος όταν διατύπωνε το «πατήρ πάντων πόλεμος». Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν λάβουμε υπόψη την σύγχυση που συχνά γίνεται μεταξύ της δημιουργικότητας, της επιτυχίας, της αναγνώρισης, της δημοφιλίας ή του κύρους. Τέτοιες διαπιστώσεις θέτουν ένα ζήτημα ορισμού και οριοθέτησης της έννοιας της δημιουργικότητας. Μια σχετική συζήτηση όμως, αναπόφευκτα δεν μπορεί να είναι πλήρης στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης. Οι εκδηλώσεις της δημιουργικότητας αποτελούσαν πάντα ένα αίνιγμα για τον άνθρωπο. Αδυνατώντας να κατανοήσει τους σχετικούς ψυχικούς μηχανισμούς που εμπλέκονταν, προσπαθούσε να εξηγήσει τέτοια φαινόμενα με μεταφυσικό τρόπο: η Μούσα, ο Θεός, η επιφοίτηση, το ταλέντο, υπήρξαν κάποιες τέτοιες σχετικές απόπειρες. Η ψυχαναλυτική θεωρία παρότι αντιμετώπισε και αυτή την δημιουργικότητα καταρχήν με αμηχανία, προσπάθησε να διευρύνει παρά ταύτα την κατανόησή της. Ο Freud(1905,1908,1916-7), επικεντρωμένος καθώς ήταν στην σεξουαλικότητα, προσπάθησε να την εξηγήσει μέσα από τον μηχανισμό της μετουσίωσης και τα ανεσταλμένα ως προς τον σκοπό τους σεξουαλικά ένστικτα: σαν μια κατά βάση νευρωσική διεργασία. Η τέχνη και ο καλλιτέχνης, συχνά σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή τους, αποτελούν το πρότυπο της δημιουργικότητας στην σκέψη του, κάτι που ως ένα βαθμό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα παραλλήλισε την «δημιουργική» φαντασία με το όνειρο και τους μηχανισμούς του: την συμπύκνωση και την μετάθεση. Η Klein(1921,1923, 1928,1930,1937) και στην συνέχεια κυρίως η Segal(1952,1957,1978,1981) συνέδεσαν κάθε τι δημιουργικό με την ανάπτυξη των συμβολικών διεργασιών και την δημιουργία συμβόλων. Η αποδέσμευση επομένως του παιδικού νου από την αμεσότητα της εμπειρίας και η απεμπλοκή του από την συμπαγή σκέψη με την δημιουργία αναπαραστάσεων, θεωρήθηκε ότι αντανακλά την ψυχική πρόοδο σχετικά με την επίτευξη της καταθλιπτικής θέσης. Το βασικό κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση παρέμενε η ενοχή και η ανάγκη για επανόρθωση, ενώ το άγχος έπαιζε θετικό ρόλο, εκτός εάν ήταν έντονο. Έτσι, η δημιουργικότητα συνέχιζε να γίνεται αντιληπτή εν πολλοίς σαν ένα νευρωσικό φαινόμενο, παραπροϊόν της όλης ψυχικής μετάβασης από την παρανοειδή – σχιζοειδή στην καταθλιπτική θέση και όχι ένα αυτόνομο, παράλληλο εν πολλοίς αποτέλεσμα μιας επαρκώς καλής ψυχικής ανάπτυξης απαλλαγμένης από ψυχικούς περιορισμούς ή εμπόδια. Παράλληλα βέβαια, (Kubie 1958) άρχισε να αναγνωρίζεται ότι η ελάττωση των αναστολών και η συνακόλουθη ανάπτυξη των συμβολικών διεργασιών συνδέονταν με κάθε τι δημιουργικό που προέκυπτε από την ανάλυση. Αν και η ίδια η αναλυτική διαδικασία σπάνια περιγραφόταν σαν κάτι 2 δημιουργικό, όλο και πιο συχνά οι συμβολικές διεργασίες, με καταβολές στον ονειρικό συμβολισμό που περιέγραψε ο Freud(1916-7) αλλά με μια αναπάντεχη εξέλιξη ως προς την σημασία τους στον ανθρώπινο ψυχισμό, άρχισαν να αναγνωρίζονται σαν η αναγκαία προϋπόθεση για κάθε είδους δημιουργικότητα. Ήταν αυτές που εξασφάλιζαν την απαραίτητη αποδέσμευση της εσωτερικής από την εξωτερική πραγματικότητα και διασφάλιζαν την δημιουργία ενός εσωτερικού χώρου. Μια σειρά από πολύτιμες ανθρώπινες ψυχικές ιδιότητες όπως η διάκριση φαντασίας και πραγματικότητας, η αφαιρετική σκέψη, η προσαρμοστικότητα, η επινοητικότητα, η έμπνευση μεταξύ άλλων, σταδιακά συνδέθηκαν στην ψυχαναλυτική θεωρία με τον ένα ή τον άλλον τρόπο με τις συμβολικές διεργασίες. Αυτές με την σειρά τους θεωρήθηκαν προϋποθέσεις για το νοητικό παιχνίδι ανάμεσα στο συγκεκριμένο και στο αφηρημένο, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, στο όμοιο και στο ανόμοιο, στο ευχάριστο και στο δυσάρεστο και σε τόσες άλλες ψυχικές ποιότητες, που νοηματοδοτούν την άμεση και συγκεκριμένη εμπειρία ή παράγουν εν δυνάμει καινούργιο νόημα (Εμμανουηλίδης 2006). Ο Bion(1962,1963,1970) παρότι δεν αναφερόταν συχνά στην δημιουργικότητα, περιέγραψε παρά ταύτα ψυχικούς μηχανισμούς και διεργασίες που σχετίζονται με πτυχές και προϋποθέσεις της παραγωγής σκέψης και νοήματος: ονειρική διεργασία και α-λειτουργία, επωφελής σχέση περιέκτηπεριεχόμενου, δεσμός (link), αρνητική ικανότητα (negative capability), ονειροπόληση (reverie) κ.α. Διεύρυνε ακόμη την έννοια της προβλητικής ταύτισης αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά επικοινωνίας, μέσα από την οποία μεταδίδεται και κατανοείται νόημα σε μια δυαδική σχέση. Ο Winnicott(1971) κάνοντας ειδική αναφορά στην δημιουργικότητα, της απέδωσε μια αρκετά διαφορετική έννοια από τις μέχρι τότε καθιερωμένες. Την αντιλήφθηκε σαν πρωτογενές ψυχικό φαινόμενο και όχι σαν δευτερογενές νευρωσικό φαινόμενο. Είδε τις απαρχές της στην αυθόρμητη κίνηση του βρέφους και στην αλληλεπίδραση φαντασίας και πραγματικότητας όπως αυτή εκφράζεται στην χρήση του μεταβατικού αντικειμένου και στο παιχνίδι. Η δημιουργικότητα αναγνωρίστηκε σαν η εν δυνάμει ψυχική δυνατότητα που αναπτύσσεται όταν δεν υπάρχουν εμπόδια από το περιβάλλον και αφορά κάθε άνθρωπο. Ο τρόπος που γίνεται σήμερα αντιληπτή η δημιουργικότητα σε σχέση με την ψυχαναλυτική διαδικασία έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Είναι εντυπωσιακή η αντίθεση που παρατηρείται ανάμεσα στην επιφύλαξη των παλαιότερων συγγραφέων να την χαρακτηρίσουν δημιουργική και στην ευκολία που έχουν πολλοί σύγχρονοι να αναγνωρίζουν σχεδόν παντού την ιδιότητα αυτή (Cooper 2016, Hagman 2015). Ειρωνεία της ιστορίας ή σημείο των καιρών; Έχοντας κατά νου τα παραπάνω θα ήθελα να εστιάσω πιο συγκεκριμένα σε κάποιες πτυχές της δημιουργικότητας στην ψυχαναλυτική διαδικασία. Ένα κλινικό παράδειγμα: Ο κ. Α υπέφερε από κρίσεις πανικού, ιδίως όταν ερχόταν σε αντιπαράθεση με άλλους. Η θεραπεία τον βοήθησε να αλλάξει αυτήν την κατάσταση σταδιακά. Κάποτε στην εργασία του, του ζητήθηκε να συμφωνήσει με κάποια απόφαση με την οποία ουσιαστικά ήταν αντίθετος για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν και ότι μια τέτοια απόφαση διαιώνιζε μια αναποτελεσματική κατάσταση. Αρνήθηκε να συμφωνήσει. Παρότι ανησυχούσε, η υπόθεση είχε τελικά καλή κατάληξη για όλους: τον ίδιο, την επιχείρηση, τον ευρύτερο κοινωνικό κύκλο. Καθώς μου εξιστορούσε το περιστατικό, μου προέκυψε εντελώς αναπάντεχα η σκέψη ότι όλη η στάση του είχε κάτι το δημιουργικό. Στην αρχή μου φάνηκε υπερβολικό αυτό που σκέφθηκα, μετά όμως άρχισα να έχω δεύτερες σκέψεις. Είναι βέβαιο ότι ο κ. Α. δεν ανακάλυψε τον τροχό. Όμως αυτό που έκανε ήταν κάτι καινούργιο για αυτόν και κάτι που του ήταν εντελώς αδύνατον να κάνει στο παρελθόν. Επιπλέον οι συνέπειες της αλλαγής του είχαν άμεσες θετικές επιπτώσεις και στο περιβάλλον του. Γιατί όλο αυτό δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί δημιουργικό; Ταυτόχρονα, εντύπωση μου έκανε η ξαφνική εμφάνιση της σκέψης που μου προέκυψε, το καινούργιο νόημα που αναδυόταν και η σύνδεση που γινόταν με την δημιουργικότητα. Με κάποια έκπληξη έκανα την διαπίστωση ότι ακουμπούσα κάτι καινούργιο για μένα, μια κατάσταση κυρίως ευχάριστη. Όταν αργότερα άρχισα να συνδέω το υλικό της συνεδρίας με γενικότερες σκέψεις, θεωρητικές απόψεις, σχετικά κοινωνικά προβλήματα και άλλο υλικό, μου έγινε περισσότερο συνειδητό το πώς με κάποια ασυνείδητη διεργασία μου προέκυψε μια τέτοια σκέψη. Σιγά-σιγά το αρχικό συναίσθημα άρχισε να υποχωρεί, προστέθηκαν και άλλα λιγότερο ευχάριστα συναισθήματα, ενώ η όλη σκέψη γινόταν όλο και πιο αυτονόητη. Διαπίστωνα 3 όλο και περισσότερο ότι το συγκεκριμένο ψυχικό φαινόμενο που παρατηρούσα σε μένα ήταν μέρος μιας ευρύτερης ψυχικής επεξεργασίας που εξελισσόταν εδώ και καιρό όχι πάντα σε συνειδητό επίπεδο. Ήταν η κορυφή ενός παγόβουνου όλο αυτό που οδήγησε σε μια έμπνευση; Νομίζω πως διέθετε τέτοια χαρακτηριστικά. Παρατηρώντας παρόμοια περιστατικά στον εαυτό μας και στους άλλους, μέσα ή έξω από την ψυχαναλυτική διαδικασία, διαπιστώνουμε πόσο υποκειμενικός είναι ο τρόπος που βιώνουμε την έμπνευση και κατ’ επέκταση την δημιουργικότητα και πόσο ευμετάβλητο και φευγαλέο μπορεί να είναι το σχετικό συναίσθημα (Εμμανουηλίδης 2011). Κάποτε βέβαια μπορεί να διαρκεί. Ένα άλλο κλινικό παράδειγμα: Η κ. Β. για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορία της και οι οποίοι βρίσκουν έκφραση στην μεταβίβαση, έχει απέναντί μου μια ιδιαίτερα θετική τοποθέτηση. Κάθε τι που λέω, αντιμετωπίζεται απολύτως θετικά και σπάνια αμφισβητείται. Όταν μιλάει για τις θετικές αλλαγές στην ζωή της σταθερά υποτιμάει την δική της συμβολή και υπερτονίζει την αντίστοιχη της «θεραπείας». Έχει την τάση να εξιδανικεύει εμένα και την ανάλυση και να υποτιμάει τον εαυτό της. Συζητάω μαζί της για την σημασία τέτοιων ψυχικών μηχανισμών στην εσωτερική της ισορροπία. Σκέπτομαι παράλληλα ότι παρόμοιοι μηχανισμοί και φαινόμενα βρίσκονται σε λειτουργία και εκτυλίσσονται σε κοινωνικό επίπεδο. Στην περίπτωση βέβαια αυτή εκτός θεραπευτικής διαδικασίας και πέρα από οποιαδήποτε δυνατότητα επηρεασμού τους. Προφανώς η κ. Β. αντιμετωπίζει αυτά που της λέω σαν απολύτως δημιουργικά, παρότι δεν τα ονοματίζει έτσι. Η δική μου αίσθηση πάλι, είναι αρκετά διαφορετική: θεωρώ αυτά που της λέω χρήσιμα και αυτονόητα αλλά προφανώς δεν τα αντιμετωπίζω με το δικό της ενθουσιασμό. Αυτό δεν αποκλείει από την άλλη, ότι αρκετά από αυτά που διαμείβονται μεταξύ μας είναι πράγματι δημιουργικά με διάφορους τρόπους, αφού οδηγούν σε χρήσιμες αλλαγές. Αυτό που είναι βέβαιο όμως είναι ότι έχω διαφορετική εικόνα από την κ.Β και την χρωματίζω διαφορετικά. Σίγουρα η κατάσταση είναι πολύπλοκη και εξαρτάται από την σχετική θέση θέασης του καθενός από τους δυο μας. Επενδύουμε συναισθηματικά και εκτιμούμε προφανώς διαφορετικά τα γεγονότα που συμβαίνουν τόσο μέσα στην θεραπεία όσο και εκτός αυτής. Μηδέ της δημιουργικότητας εξαιρουμένης. Η διαφορά αυτή στην συναισθηματική επένδυση, η διαφορά δηλαδή στην εκτίμηση μιας ιδέας, κατάστασης ή προσώπου, η διαφορά στο νόημα τελικά που αποδίδουμε σε κάτι, είναι ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Βιώνουμε παράλληλα μια εσωτερική και μια εξωτερική πραγματικότητα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Στους περισσότερους ανθρώπους η διάκριση ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες και οι μηχανισμοί που τις επηρεάζουν, συνήθως διαλάθουν της προσοχής τους, ιδίως σε καταστάσεις εκτός ανάλυσης, όπου μια τέτοια εκτίμηση συνήθως δεν έχει άμεση προτεραιότητα. Ο ρόλος της εξιδανίκευσης, της υποτίμησης, της προβολής, της προβλητικής ταύτισης και όλων των άλλων ψυχικών μηχανισμών επηρεάζει τον τρόπο που γίνεται αντιληπτός ο κόσμος τόσο εντός όσο και εκτός της ανάλυσης (Εμμανουηλίδης 2015). Με άλλα λόγια: το αν μια ιδέα γίνει αντιληπτή ως εμπνευσμένη ή όχι και σε ποιο βαθμό, εξαρτάται από την ψυχική κατάσταση του αποδέκτη της ιδέας. Ξέρουμε την σημασία που έχει ο κατάλληλος χρόνος για μια παρέμβαση στην ανάλυση. Επίσης είναι γνωστό ιστορικά, το πόση σημασία έχει ο τρόπος υποδοχής μιας ιδέας από τον κοινωνικό περίγυρο για την τύχη της. Αν η αποδοχή μιας ιδέας είναι ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, τότε ενδιαφέρει το πως μια ιδέα καταφέρνει να γίνει εμπνευσμένη ιδέα. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα δηλαδή που κάνουν πιθανότερη την υποδοχή μιας ιδέας σαν εμπνευσμένη; Ένα κλινικό παράδειγμα: Ο κ. Γ συχνά παραπονιόταν ότι δεν μπορεί να σκεφθεί, κάτι που συνέβαινε και κατά την διάρκεια των συνεδριών του. Η κατάσταση αυτή συχνά οδηγούσε σε ένα σταμάτημα της ροής της συνεδρίας, κάτι που εκτός από εκείνον, βίωνα και εγώ σαν δυσάρεστο και πιεστικό. Όταν θεώρησα ότι είχα καταλάβει τον λόγο που συνέβαινε αυτό, έκανα κάποιες ερμηνείες χωρίς όμως κάποια θετική ανταπόκριση ή αλλαγή από μεριάς του. Παρόλη την πίεση αυτού του ενοχλητικού συμπτώματος δουλέψαμε για κάποιο διάστημα πάνω σε άλλα ζητήματα, που φαίνονταν να μην έχουν καταρχήν τόσο κεντρική σημασία για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Κάποια στιγμή φάνηκε ότι οι ερμηνείες μου άρχισαν να 4 αποκτούν νόημα και για τον αναλυόμενο και έγιναν βάση για ουσιαστική συζήτηση. Εκ των υστέρων διαπίστωνα ότι ίσως λόγω της πίεσης που αισθανόμουν από το σύμπτωμα, δεν εκτίμησα επαρκώς την πολύ πραγματική ανάγκη του για «κράτημα» και περισσότερο εστιασμένη συζήτηση και εμπιστεύτηκα μια περισσότερο αφαιρετική- ερμηνευτική προσέγγιση, που δεν τον ακουμπούσε τόσο συναισθηματικά. Στο παράδειγμα αυτό αναδεικνύεται κάτι πολύ ουσιαστικό και γνώριμο από την κλινική πρακτική, η σημασία της εγγύτητας με τις ανάγκες του άλλου, της δυνατότητας ταύτισης με αυτές και την όσο πληρέστερη κατανόησή τους. Θεωρώ ότι όσο περισσότερο είναι ενημερωμένη με αυτόν τον τρόπο μια προσέγγιση, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να βιωθεί σαν εμπνευσμένη και δημιουργική από την άλλη, προσλαμβάνουσα πλευρά. Η διαπίστωση αυτή διαθέτει δυστυχώς και την σκοτεινή της διάσταση. Μπορεί μια ιδέα να ακούγεται «εμπνευσμένη» και να απολαμβάνει την αποδοχή της άλλης πλευράς επειδή ακουμπάει κάποιες βαθύτερες ανάγκες του άλλου, αλλά ταυτόχρονα να είναι μερική, ατελής και αποπροσανατολιστική. Μια τέτοια ψευδής «έμπνευση» μπορεί να παρουσιάζει κάτι επιθυμητό και ευχάριστο και να αποκρύβει επιμελώς το δυσάρεστο αλλά ολόκληρο και περισσότερο πραγματικό. Κάτι που φυσικά δεν διαφεύγει της προσοχής όλων αυτών που αξιοποιούν και εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη και τις ανάγκες των πολλών. Ο Bion μιλούσε για «ιδέες που αναζητούν έναν διανοητή». Και όχι για έναν διανοητή που αναζητεί ιδέες. Ας θεωρήσουμε, για χάρη της συζήτησης, ότι οι δυο εκφράσεις εννοούν το ίδιο. Τι χαρακτηριστικά χρειάζεται να έχει αυτός ο διανοητής άραγε και με ποιές διεργασίες φθάνει σε μια ιδέα ή ακόμη περισσότερο σε μια εμπνευσμένη ιδέα; Άλλο ένα κλινικό παράδειγμα: Η κ. Δ ήταν σε ανάλυση για κάποιο χρονικό διάστημα. Είχε προ πολλού συνηθίσει την διαδικασία και συμμετείχε αποτελεσματικά. Αυτό είχε θετική, όπως αναμενόταν, επίδραση στα διάφορα συμπτώματά της. Ταυτόχρονα φαινόταν, αυτή η βελτίωση να της προκαλεί με κάποιο τρόπο όλο και περισσότερο αμηχανία στην ανάλυση. Φαινόταν να μην έχει τι να πει, παρέμενε σιωπηλή και άρχισε να κάνει σκέψεις για την αναγκαιότητα της συνέχισης της ανάλυσής της. Όταν της έθεσα το ζήτημα, μετά από μια αρχική έκπληξη από μεριάς της, φάνηκε να κατανοεί ότι η όλη της σχετική στάση θα μπορούσε να είναι ένδειξη μιας αναστολής, ήπιας μεν, υπαρκτής όμως και με πραγματικά αποτελέσματα δε. Μετά από κάποια επεξεργασία του θέματος, φάνηκε να βρίσκει ενδιαφέρον και να ασχολείται δημιουργικά με ζητήματα του εαυτού της που μέχρι τότε δεν έβλεπε ή δεν αξιολογούσε σαν σημαντικά. Είχε γίνει η κ. Δ περισσότερο δημιουργική; Νομίζω πως ναι. Τι είχε συμβεί; Άρχισε μάλλον να ενδιαφέρεται τώρα περισσότερο για κάποια θέματα που πρώτα δεν αξιολογούσε σαν σημαντικά, ίσως σαν αποτέλεσμα ελάττωσης κάποιων αναστολών της. Πλησίασε ίσως έτσι περισσότερο στο πρότυπο του διανοητή του Bion; Ένας τρόπος να δούμε το θέμα, θα ήταν να υποθέσουμε ότι βοηθήθηκε να βελτιώσει τον βαθμό της εγγύτητας με τον εαυτό της ή ακόμη ότι έγινε περισσότερο ευαίσθητη σε συναισθηματικές διακυμάνσεις ή σε καινούργιες ιδέες μέσα της. Οι καινούργιες συναισθηματικές και νοητικές συνδέσεις που έκανε την βοήθησαν σε αυτό και ταυτόχρονα προκάλεσαν καινούργιες, όλο αυτό οδήγησε σε ένα θετικό κύκλο δημιουργίας. Η στάση της απέναντι στον εαυτό της έγινε περισσότερο επιτρεπτική και περισσότερο ευαίσθητη ενώ ταυτόχρονα η εικόνα της για τον κόσμο διευρύνθηκε, όπως και το ενδιαφέρον και η περιέργειά της για αυτόν. Η εικόνα έγινε «μεγάλη εικόνα», δεν ήταν πια «φέτες πραγματικότητας». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια διαφοροποίηση στην ικανότητά της να αντιλαμβάνεται την εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα: μικρές σχετικά αφορμές εσωτερικές ή εξωτερικές γίνονταν καλύτερα αντιληπτές, τύγχαναν επαρκέστερης επεξεργασίας και αποκτούσαν ένα πλουσιότερο νόημα. Η διεργασία αυτή εκτός από τις θετικές συνέπειες σε γνωστικό ή και αισθητηριακό επίπεδο, είναι άμεσα συνδεδεμένη με θετική αλλαγή στην συναισθηματική εμπειρία. Ένα ακόμη κλινικό παράδειγμα: Ο κ. Ε. βρισκόταν ήδη για κάποιο χρονικό διάστημα στην ανάλυση. Παρόλα αυτά σπάνια ή ποτέ δεν έφερνε όνειρα, έμοιαζε να έχει άλλες προτεραιότητες. Κάποτε έφερε κάποιο όνειρο γιατί του έκανε εντύπωση, ήταν πολύ παράξενο όπως είπε. Αφού ασχοληθήκαμε με την ανάλυση του ονείρου και έγιναν διάφορες σχετικές υποθέσεις, ο κ. Ε φάνηκε καταρχήν να εκπλήσσεται από το νόημα που θα μπορούσε να έχει το όνειρό του. Στην συνέχεια της ανάλυσής του φάνηκε ότι άρχισε να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στα όνειρα και στο νόημά τους, ενώ παράλληλα άρχισε να υιοθετεί μια περισσότερο ελαστική στάση γενικά, που συνοδευόταν από μια ευχάριστη αίσθηση πληρότητας, 5 ενδιαφέροντος και ικανοποίησης. Ένα τέτοιο συναισθηματικό αποτέλεσμα είναι επιθυμητό και εφικτό, σε κάθε επαρκή ανάλυση. Η κινητοποίηση βασικών κινήτρων όπως η περιέργεια και το ενδιαφέρον για την εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα, αποτέλεσμα της απομάκρυνσης περιοριστικών αναστολών και απαγορεύσεων στην σκέψη και στην συναισθηματική εμπειρία, νομίζω ότι έχουν καθοριστικό ρόλο. Με μια τέτοια έννοια, κάθε ανάλυση είναι δυνητικά μια δημιουργική διαδικασία. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω όμως, νομίζω, όλοι θα συμφωνήσουμε, ότι υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο εμπνευσμένες ιδέες. Από τι όμως εξαρτάται αυτό; Πως εμφανίζεται μια έμπνευση ή πως προκύπτει η δημιουργικότητα; Ένα ερώτημα που απαντιέται δύσκολα. Είναι αλήθεια ότι η έμπνευση δεν εμφανίζεται κατά παραγγελία, τίποτα δεν μπορεί να την εξασφαλίσει. Από την άλλη φαίνεται όμως ότι κάποιες προϋποθέσεις την κάνουν πιο πιθανή. Η ετοιμότητα για αναζήτηση του καινούργιου, ενός καινούργιου νοήματος, κάτι που ισοδυναμεί με την έμπνευση γενικά, είναι μια τέτοια προϋπόθεση. Κάτι τέτοιο, κινητοποιείται κατά την γνώμη μου από την περιέργεια, την επιθυμία, την ανάγκη ίσως και την ανία. Συχνά επίσης είναι μέρος μιας «δημιουργικής καταστροφής», μιας ανάγκης αμφισβήτησης παραδεδομένων αρχών και αξιών (Kuhn 1962, Schuster 2016). Αυτή η συνθήκη με την σειρά της προϋποθέτει μια στοιχειώδη ελευθερία φαντασίας και σκέψης, που επιτρέπει διανοητικά παιχνίδια, πειραματισμούς και συναισθηματικές εναλλαγές. Συχνά η δυνατότητα εναρμόνισης του προϊόντος της έμπνευσης με την γενικότερη εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα αποδεικνύεται βαρύνουσας σημασίας. Το πώς δηλαδή το καινούργιο θα μπορέσει να ενταχθεί και να συνδεθεί με το υπάρχον, αποτελεί ζητούμενο και μια δεύτερη προϋπόθεση. Ο Freud(1901,1937) είχε θέσει το θέμα της αντιστοίχησης με την πραγματικότητα όταν αναρωτιόταν για την σχέση της κατασκευής στην ανάλυση με την παραληρητική ιδέα. Μου φαίνεται, ότι αυτή η συνειδητή ή ασυνείδητη επεξεργασία της ιδέαςέμπνευσης με όλες τις συναισθηματικές της συνέπειες και με αναφορά στην εν γένει πραγματικότητα είναι μέρος της ψυχικής διεργασίας της αληθινής έμπνευσης. Συχνά, αν όχι πάντα, μια αληθής έμπνευση συνεπάγεται την νοητική και συναισθηματική απομάκρυνση από κάτι γνωστό και δεδομένο και την προσέγγιση σε κάτι ασαφές και αβέβαιο καταρχήν. Κάποιες φορές μάλιστα η έμπνευση είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας ευρύτερης εσωτερικής διεργασίας επαναδιαπραγμάτευσης και διευθέτησης ψυχικού υλικού, συνειδητής ή ασυνείδητης που συνεπάγεται μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αλλαγή του εαυτού. Η δημιουργία νέων διανοητικών συνδέσεων και συναισθηματικής απεμπλοκής από παλαιότερες, αποτελεί ουσιαστικά μια διεργασία πένθους σε άλλοτε άλλο βαθμό, κάτι που για να έχει θετικά αποτελέσματα προϋποθέτει μια επαρκή ικανότητα επεξεργασίας του. Έτσι, παρότι η έμπνευση συνοδεύεται συνήθως από ικανοποίηση, η πορεία προς αυτήν μπορεί να βιώνεται διαφορετικά, δεδομένων των ψυχικών ισορροπιών που επηρεάζονται κατά την σχετική διαδικασία. Παρόλο που συνήθως θεωρούμε τόσο την έμπνευση όσο και την δημιουργικότητα στατικά φαινόμενα, στην πράξη αποδεικνύονται φαινόμενα δυναμικά, υποκείμενα σε διακυμάνσεις. Στην πράξη διαπιστώνουμε εύκολα δυστυχώς, ότι όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι μεν χρήσιμες και απαραίτητες αλλά όχι κατ’ ανάγκη και ικανές συνθήκες για την εξασφάλιση της αληθινής έμπνευσης και δημιουργικότητας. Και τι θα μπορούσε να θεωρηθεί άραγε δημιουργικό ή εμπνευσμένο; Με ποια κριτήρια; Η απάντηση προφανώς εξαρτάται από την υποκειμενικότητα του καθενός. Ξαναγυρνάω σε αυτά που είπα παραπάνω. Η ιστορική στιγμή με τις υποκειμενικές ανθρώπινες παραμέτρους της είναι που καθορίζει την τελική έκβαση. «Αρκετά καλές» ιδέες, παραφράζοντας τον Winnicott, παράγονται συνεχώς. Είναι το αποτέλεσμα της ικανότητα του ανθρώπινου νου να αναγνωρίζει και να επεξεργάζεται ομοιότητες και διαφορές, νομίζω, η οποία αποτελεί την βάση της συμβολικής λειτουργίας και κατ’ επέκταση της δημιουργικότητας και της έμπνευσης. Σημαντική παράμετρος είναι η δυνατότητα ανακίνησης εσωτερικών διεργασιών και επεξεργασίας τους με σχετικά μικρό έναυσμα: μια αυξημένη ετοιμότητα και ευαισθησία. Ψυχικές διεργασίες που εμπλέκουν συνεχείς νοητικές συνδέσεις και αποσυνδέσεις και συνεχή παραγωγή νοήματος προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και τρόπους. Διεργασίες που ξεκινώντας από το ψηφιακό νευροφυσιολογικό επίπεδο του «όλου ή ουδέν» του νευρικού κυττάρου και περνώντας από μια σταδιακά αυξανόμενη πολυπλοκότητα καταλήγουν στην 6 «αναλογικότητα» της συμβολικής διεργασίας και την παραγωγή νοήματος. Όλα αυτά φυσικά σε κανονικές «αρκετά καλές» συνθήκες. Αλλά ποιες είναι αυτές; Και πως εξασφαλίζονται; Πόσος χώρος κανονικότητας εξασφαλίζεται σήμερα για την δημιουργικότητα σε μια εποχή αστάθειας, ένδειας, συντηρητισμού, αλαζονείας ή και παράνοιας; Ιδίως σε μια εποχή όπου η έμπνευση, η καινοτομία και οι παραγωγικές ιδέες όσο απούσες είναι άλλο τόσο επειγόντως χρειάζονται; Αλλά και πόσο χώρο δημιουργικότητας εξασφαλίζει η ψυχανάλυση για τον εαυτό της που εκτός από τις εξωτερικές συνθήκες, έχει κάποτε να αντιμετωπίσει ακαμψίες και στρεβλώσεις μέσα στο ίδιο το σπίτι της; Bion W R(1962) Learning from experience Heinemann (1963) Elements of psychoanalysis Heinemann (1970) Attention and Interpretation Tavistock Cooper S(2016) The analyst’s experience of the depressive position Routledge Εμμανουηλίδης Μ(2006) Συμβολισμός και νόημα www.memmanuilidis.gr (2011) Έμπνευση και εξιδανίκευση www.memmanuilidis.gr (2015) Δημιουργικότητα, τέχνη και αισθητική www.memmanuilidis.gr Freud S(1901) The psychopathology of everyday life SE 6 (1905) Three essays on the theory of sexuality SE 7 (1908) Creative writers and day-dreaming SE 9 (1916-7) Introductory lectures on psychoanalysis SE 15-16 (1937) Constructions in analysis SE 23 Hagman G(2015) Creative analysis Routledge Klein M(1921) The development of a child In Love, Guilt and Reparation London Hogarth Press (1923) Early Analysis In Love, Guilt and Reparation London Hogarth Press (1928) Early stages of the Oedipus Conflict In Love, Guilt and Reparation London Hogarth (1930) The Importance of Symbol-Formation in the Development of the Ego In Love, Guilt and Reparation London Hogarth Press (1937) Love, Guilt and Reparation In Love, Guilt and Reparation London Hogarth Kubie LS(1958) Neurotic distortion of the creative process Kansas University Press Kuhn TS(1962) The structure of scientific revolution Chicago University Press Schuster M(2016) Alltagskreativitaet Springer Segal H(1952) A psychoanalytic approach to aesthetics Int J Psych Vol 33 (1957) Notes on Symbol Formation Int J Psych Vol 38 (1978) On Symbolism Int J Psych Vol 59 (1981) The work of Hanna Segal: A Kleinian approach to clinical practice NY London Jason Aronson Winnicott DW(1971) Transitional Space In Playing and Reality NY Basic Books
Αυθεντία και δημιουργικότητα στην ψυχανάλυση: δύο έννοιες ασύμβατες;
Χαρά Καραμανωλάκη
Αυθεντία και δημιουργικότητα στην ψυχανάλυση: δύο έννοιες ασύμβατες; Θα καταθέσω κάποιες σκέψεις για το ρόλο της αυθεντίας στην ψυχαναλυτική κατάσταση, αφήνοντας σε σας την απάντηση στο ερώτημα αν είναι συμβατή με τη δημιουργικότητα. Θα στηριχθώ σε δύο ιστορίες από την παιδική ηλικία της ψυχανάλυσης, που αφορούν τον Sándor Ferenczi και τη σχέση του με τον Sigmund Freud, καθώς και με μια ασθενή του. Μια πολύ πιο εκτεταμένη αναφορά σε αυτές τις ιστορίες υπάρχει σε ένα κείμενο μου που περιέχεται στον τόμο "Κύρος και αυθεντία στους χώρους της ψυχικής υγείας", επιμέλεια Δανιέλα Αγγελή, εκδόσεις Επέκεινα. Για τον ορισμό και την προέλευση της λέξης αυθεντία έχουν γραφτεί πολλά, εδώ θα την ορίσω ως την υπέρτατη επιστημονική αξία, το αναμφισβήτητο κύρος. Sigmund Freud και Sándor Ferenczi Ο Sándor Ferenczi γεννήθηκε το 1873 και πέθανε το 1933, λίγο πριν συμπληρώσει τα εξήντα του χρόνια, ο Freud (1856-1939) ήταν μεγαλύτερος του κατά 17 χρόνια. Ο Ferenczi γεννήθηκε στην Ουγγαρία. από πατέρας εβραίο της Πολωνίας, ιδιοκτήτη ενός βιβλιοπωλείου, το οποίο λειτουργούσε επίσης ως βιβλιοθήκη και εκδοτικός οίκος. Ο Sándor ήταν το όγδοο από τα 12 παιδιά της οικογένειας και όπως τα αδέλφια του εργαζόταν και αυτός στην οικογενειακή επιχείρηση. Σπούδασε. γιατρός στη Βιέννη και άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα του από το 1897 στη Βουδαπέστη. Παρότι γνώριζε το έργο του Freud, δεν διάβασε την Ερμηνεία των ονείρων παρά το 1907, οπότε εντυπωσιάσθηκε τρομερά και θέλησε να γνωρίσει προσωπικά τον συγγραφέα της. Τελικά με τη μεσολάβηση του Carl Jung θα επισκεφθεί τον Freud το 1908. Η συνάντηση αυτή θα αποτελέσει την αρχή μιας πολύ στενής και ταραχώδους σχέσης που θα διαρκέσει ως το τέλος της ζωής του. Η εμπιστοσύνη του Freud ήταν τέτοια που αμέσως τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στις συναντήσεις της Τετάρτης στο σπίτι του, οι οποίες θα καταλήξουν στην συγκρότηση της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βιέννης. Συνόδεψε με τον Jung τον Freud το 1909 στο ταξιδι του -για να δώσει κάποιες διαλέξεις- στην Αμερική, ταξίδι που ανήκει πια στη «μυθολογια» της ψυχανάλυσης. Το 1910 στη δεύτερη συνάντηση των ψυχαναλυτών στη Νυρεμβέργη ο Ferenczi προτείνει τη δημιουργία μιας Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης. Διατυπώνει το όραμα του ως εξής: «Θα είναι μια οικογένεια, όπου ο πατέρας δεν θα κατέχει δογματική αυθεντία, αλλά μόνο αυτή που δικαιούται βάσει των ικανοτήτων και της εργασίας του. Οι απόψεις του δεν θα γίνονται αποδεκτές στα τυφλά, σα να ήταν θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά σαν οποιεσδήποτε άλλες, θα υπόκεινται σε ενδελεχή κριτική, την οποία εκείνος θα δέχεται όχι με την εξωφρενική ανωτερότητα του πατέρα-αφέντη, αλλά με την προσοχή που θα της αξίζει» (Ferenczi 1911, σ. 302- 303). Η Διεθνής Ψυχαναλυτική Ένωση στην συνάντηση αυτή γίνεται πραγματικότητα και η σχέση των δύο ανδρών συνεχίζει να είναι πολύ στενή και φαινομενικά χωρίς συγκρούσεις. Ο Ferenczi συνόδευε τον Freud σε ταξίδια του ή περνούσε τις διακοπές του με αυτόν και την οικογένεια του. Η ανάλυση του Ferenczi από τον Freud θα διαρκέσει συνολικά 6 εβδομάδες διασκορπισμένες σε τρείς διαφορετικές περιόδους (1915- 1916). Η πολυπλοκότητα της σχέσης Freud- Ferenczi (δασκαλος-μαθητης, αναλυτής αναλυόμενος, φίλοι) θα επιταθεί λόγω της παρουσίας στην ζωή του Ferenczi της Gizella Palos και της κόρη της Elma. Ο Ferenczi θα ερωτευτεί και θα σχετισθεί με την κατά επτά χρόνια μεγαλύτερη του και παντρεμένη Gizella το 1904. Το 1911 θα αναλάβει σε ανάλυση την κόρη της Elma, η οποία υπέφερε από κατάθλιψη, δεν θα μπορέσει να διατηρήσει μαζί της την "ψυχρή ανωτερότητα του αναλυτή" όπως ο ίδιος γράφει στον Freud, θα την ερωτευθεί και θα θελήσει να την παντρευτεί, ζητώντας ταυτόχρονα από τον Freud να αναλάβει εκείνος την ανάλυση της. Ο Freud, που ήταν αρνητικός στην προοπτική αυτού του γάμου, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του θα αναλάβει την Elma σε ανάλυση. Ο Ferenczi προοδευτικά θα απομακρυνθεί από εκείνη και τελικά το 1919 θα παντρευτεί την Gizella, μόλις εκείνη χηρέψει. Δέκα χρόνια μετά τη διαλυση της σχέσης του με την Elma -1922- θα γράψει στον Groddeck: «Ο καθηγητής Freud ασχολήθηκε με τα προβλήματά μου για περίπου μια ώρα. Έμεινε σταθερός στην άποψη που είχε εκφράσει προηγουμένως, δηλαδή ότι το κύριο μου πρόβλημα είναι η εχθρότητα μου προς αυτόν, επειδή (ακριβώς όπως ο πατέρας μου πριν από αυτόν) εμπόδισε τον γάμο μου με την νεότερη από τις αρραβωνιαστικές μου (τώρα πρόγονη μου). Εξού και οι δολοφονικές μου σκέψεις για εκείνον...» Από τα ανωτέρω είναι φανερή η περιπλοκότητα στην σχέση των δυο ανδρών και η ένταση των μεταβιβαστικών-αντιμεταβιβαστικων φαινομένων, τα οποία ποτέ δεν αναλύθηκαν. Παρόλα αυτά ή παράλληλα με αυτά, ο Ferenczi -με τις ευλογίες του Freudεκλέγεται τον Σεπτέμβριο του 1918 πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης για να μεταβιβάσει το 1919 την προεδρία της Ένωσης -κατόπιν παρότρυνσης του Freud εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης στην Ουγγαρία- στον Βρετανό ψυχαναλυτή Ernest Jones. Επιστρέφοντας στην σχέση Freud-Ferenczi. Η μεγαλύτερη ενδοψυχική σύγκρουση του Ferenczi, δεδομένης της καθοριστικής σημασίας που είχε η αντιμετώπιση του από τον Freud, θα πρέπει να ήταν το να παραμείνει πιστός στις φροϋδικές απόψεις ή να διαφοροποιηθεί διακινδυνεύοντας την απόρριψη. Τελικά η αγάπη του Ferenczi για την κλινική εργασία, η επιθυμία να βοηθήσει και να θεραπεύσει τους ασθενείς του, η μεγάλη περιέργεια, η τάση για εξερεύνηση και ίσως και η ανάγκη να εκφράσει την ανυπακοή του στον Freud, θα τον οδηγήσουν στην διαφοροποίηση του. Αυτή ξεκινά με την κριτική του μαζί με τον Otto Rank για την φροϋδική τεχνική για την οποία θεωρούσαν ότι αφύσικα αφαιρεί από την ανάλυση τον ανθρώπινο παράγοντα και κορυφώνεται με τις απόψεις του για την προέλευση του ψυχικού τραύματος, αλλά και την τεχνική στην ανάλυση τραυματισμένων ασθενών. Η διαφωνία για το ψυχικό τραύμα Ο Freud από το τέλος του 19ου αιώνα συνδέει την αιτιολογία των νευρώσεων με ένα πραγματικό γεγονός σεξουαλικής φύσης που συμβαίνει στην παιδική ηλικία του υποκειμένου, η γνωστή «θεωρία της αποπλάνησης». Αργότερα θα εγκαταλείψει αυτή τη θεωρία -τουλάχιστον εν μέρει- προκειμένου να αναδείξει την σημασία της φαντασιωτικής ζωής και την υπεροχή της ψυχικής έναντι της εξωτερικής πραγματικότητας. Ο Ferenczi εργαζόταν κλινικά με σοβαρά διαταραγμένους ασθενείς, που σήμερα θα θεωρούσαμε οριακούς, ναρκισσιστικούς ή ψυχωτικούς, σε μακρόχρονες αναλύσεις. Άλλωστε ήταν γνωστός ως ο γιατρός όπου κατέφευγαν οι «χαμένες περιπτώσεις». Η εμπειρία του με αυτούς τους ασθενείς θα κατευθύνει την σκέψη του στην τραυματογόνο επίδραση του περιβάλλοντος, όταν δημιουργείται «σύγχυση» από την απάντηση του ενήλικα στη γλώσσα τρυφερότητας του παιδιού με μια γλώσσα πάθους (σεξουαλική κακοποίηση) ή με μια γλώσσα τιμωρίας (σωματική και συναισθηματική κακοποίηση). Θα επιστρέψει δηλαδή με κάποιον τρόπο στην αρχική φροϋδική άποψη για την ύπαρξη πραγματικών τραυματικών γεγονότων, από την οποία όμως ο Freud είχε πια απομακρυνθεί. Η κλινική εργασία με τους τραυματισμένους ασθενείς θα τον οδηγήσει στην αλλαγή της τεχνικής του από ουδέτερη σε «ενεργητική» στην προσπάθεια να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στην θεραπεία, προκειμένου να αναβιωθεί το αρχικό τραύμα σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Θα εστιάζει στην αρνητική κυρίως μεταβίβαση και μέσω αυτοαποκαλύψεων θα παραδέχεται τις αδυναμίες του στους ασθενείς του και την τυχόν αρνητική του αντιμεταβίβαση. Τόσο οι θεωρητικές του προτάσεις όσο και οι αλλαγές στην τεχνική θα αποτυπωθούν σε ένα κείμενο, το οποίο θα διαβάσει στην έναρξη του ΧΧΙΙ Συνέδριου της Ψυχανάλυσης, που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1932 στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, για να εισπράξει την δυσαρέσκεια των παρευρισκόμενων, οι οποίοι θεώρησαν το περιεχόμενο του ως αποτέλεσμα παράνοιας. Πριν, ο Ferenczi είχε περάσει από τη Βιέννη και είχε διαβάσει το κείμενο στον Freud, ο οποίος δεν θα παρευρισκόταν στο Συνέδριο. Η απορριπτική απόκριση του και η προτροπή του να μην το δημοσιοποιήσει τον πλήγωσαν βαθιά. Το κείμενο τελικά θα δημοσιευθεί το 1933 στην γερμανική γλώσσα. Όμως ο θάνατος του Ferenczi θα ματαιώσει με απόφαση του Jones την δημοσίευση του στην αγγλική γλώσσα για λόγους προστασιας της μνήμης του. Τελικά το άρθρο θα δημοσιευθεί στην αγγλική γλώσσα το 1949 σε μετάφραση του Michael Balint -αναλυόμενου και μαθητή του Ferenczi-, με τον τίτλο «Σύγχυση των γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικες και το παιδί- (Η γλώσσα της τρυφερότητας και του πάθους)». Ακόμη και μετά την δημοσίευση το κείμενο θα αγνοηθεί επί μακρόν, έως ότου ανακαλυφθεί ξανά και αποδειχθεί ότι ιδέες που περιέχει, συνιστούν βασικές αρχές της σύγχρονης ψυχανάλυσης. Ο Ferenczi έπασχε από κακοήθη αναιμία και η υγεία του θα επιδεινωθεί περαιτέρω μετά το Συνέδριο στο Βισμπάντεν. Ο ίδιος θα το αποδώσει στην εξάντληση και στην απογοήτευση του από τον Freud Άλλωστε λίγους μήνες νωρίτερα έχει γράψει στο ημερολόγιο του «19 Ιουλίου1932... Βρέθηκα να «υπηρετώ την αγάπη» προς ένα ισχυρό άνδρα... Τελευταία απογοήτευση: αυτός δεν αγαπά κανέναν, μόνο τον εαυτό του και τη δουλειά του». Στις 22 Μαΐου 1933 ο Ferenczi θα πεθάνει. Επτά μέρες μετά ο Freud σε μια επιστολή στον Jones θα γράψει: ...Η απώλεια μας είναι μεγάλη και οδυνηρή...Βέβαια η απώλεια δεν είναι κάτι καινούργιο, για χρόνια ο Ferenczi δεν ήταν πια μαζί μας, στην πραγματικότητα ούτε καν με τον εαυτό του. Είναι τώρα ευκολότερο να κατανοήσουμε την αργή διαδικασία καταστροφής, της οποίας ήταν θύμα... μια διανοητική εκφύλιση με την μορφή παράνοιας αναπτύχθηκε... Κεντρική σε αυτή ήταν η πεποίθηση ότι δεν τον αγαπούσα αρκετά, δεν ήθελα να αναγνωρίσω τη δουλειά του και επίσης ότι δεν τον είχα αναλύσει καλά. Οι τεχνικές του καινοτομίες συνδέονταν με αυτό, καθώς ήθελε να μου δείξει πόσο στοργικά χρειάζεται κάποιος να φέρεται στους ασθενείς του με σκοπό να τους βοηθήσει. Αυτές αποτελούσαν πράγματι παλινδρομήσεις στα παιδικά του συμπλέγματα, το βασικό παράπονο ήταν ότι η μητέρα του δεν τον είχε αγαπήσει -ένα μεσαίο παιδί μεταξύ 11 ή 13- με αρκετό πάθος ή αποκλειστικότητα. Έτσι ο ίδιος έγινε μια καλύτερη μητέρα, ακόμη βρήκε τα παιδιά που χρειαζόταν, μεταξύ των οποίων μια ύποπτη Αμερικανίδα στην οποία συχνά αφιέρωνε 4-5 ώρες την ημέρα. Όταν εκείνη έφευγε, πίστευε ότι τον επηρέαζε με δονήσεις από την άλλη άκρη του ωκεανού και έλεγε ότι τον ανέλυσε και έτσι τον έσωσε. (Με αυτό τον τρόπο έπαιξε και τους δύο ρόλους, ήταν μητέρα και παιδί)...Σε αυτή τη σύγχυση η κάποτε λαμπερή ευφυΐα του έσβησε. Αλλά ας κρατήσουμε το θλιβερό τέλος του ένα μυστικό μεταξύ μας. (Paskauskas, 1993, σ.721) Ο Jones θα του απαντήσει: "Φυσικά θα κρατήσω μυστικό ότι μου είπες για την Αμερικανίδα κυρία, αλλά φοβάμαι ότι η παράνοια είναι κοινό μυστικό". (Paskauskas, 1993, σ.722). Ο Sándor Ferenczi και η ασθενής του R.N. Αλλά ποια ήταν αυτή η "'ύποπτη Αμερικανίδα". Δεν είχαμε ιδέα έως το 1985 που εκδόθηκε από την Judith Dupont το κλινικό ημερολόγιο που έγραφε ο Ferenczi μεταξύ 7 Ιανουαρίου και 2 Οκτωβρίου του 1932. Εκεί υπάρχουν πολλές αναφορές στην ασθενή του , το οποίο θα λύσει το μυστήριο, μιας και βρίθει αναφορών στην ασθενή του R.N (αρ-εν). Αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για την Elizabeth Severn. Η Severn γεννήθηκε το 1897 σε μια μικρή πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών, ως Leota Brown. Ήταν ένα συνεχώς άρρωστο παιδί, που παρέμενε στο κρεβάτι γεμάτο άγχη. Στην εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής υπέφερε από διαταραχές πρόσληψης τροφής, ψυχοσωματικές διαταραχές (εξουθενωτικούς πονοκεφάλους, χρόνια κούραση κ.α.) και νευρικές κρίσεις με αποτέλεσμα να νοσηλεύεται συχνά. Η διάγνωση ήταν ότι έπασχε από νευρασθένεια. Παράλληλα παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη. Η θεραπεία της -όταν ήταν 27 ετών- από ένα ψυχολογικά προσανατολισμένο γιατρό, την έκανε να αποφασίσει να γίνει η ίδια θεραπεύτρια. Πήρε διαζύγιο, μετακόμισε με την κόρη της σε άλλη πόλη, άλλαξε το όνομα της και χωρίς καμία ιατρική ή άλλη εκπαίδευση άρχισε να εργάζεται με ψυχικά ασθενείς. Το 1924 ζεί στην Νέα Υόρκη είναι επιτυχημένη επαγγελματικά και έχει εκδώσει δύο βιβλία για την ψυχοθεραπεία. Όμως η ίδια ένιωθε απελπισμένη εξαιτίας σοβαρής κατάθλιψης, ψευδαισθήσεων, ψυχοσωματικών συμπτωμάτων και αυτοκτονικού ιδεασμού. Είχε ήδη επισκεφθεί πολλούς γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου να αποφασίσει να καταφύγει στον ειδικό για τις «χαμένες περιπτώσεις», τον ψυχαναλυτή Sándor Ferenczi στη Βουδαπέστη. Η αρχική εντύπωση του Ferenczi ήταν ότι επρόκειτο για μια ανεξάρτητη, γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα με μεγάλη θέληση που είχε την μεγαλοπρέπεια μιας βασίλισσας. Ένιωσε φόβο και αμυντικά -όπως ο ίδιος γράφει- την αντιμετώπισε με μια στάση ανωτερότητας Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της θεραπείας η πρόοδος ήταν πολύ μικρή ώσπου το 1928 με τις τεχνικές που ακολουθούσε ο Ferenczi δηλ. χαλάρωσης και παλινδρόμησης, η ασθενής "θυμήθηκε" πολύ βαριά και πρώιμα τραύματα. Ο διανοητικά ασθενής πατέρας της την νάρκωνε και την βίαζε από την ηλικία των 18 μηνών. Μεγαλώνοντας την ανάγκασε να συμμετέχει στη δολοφονία ενός έγχρωμου άνδρα, ενώ την εξανάγκαζε σε πορνεία. Ταυτόχρονα με την αναδυση αυτου του τρομαχτικού υλικού η Severn γινόταν όλο και πιο απαιτητική, ζητώντας από τον Ferenczi συνεχώς περισσότερο χρόνο και προσοχή. Και εκείνος ανταποκρινόταν, εξαιτίας της δικής της πίεσης, αλλά και του δικού του πάθους να την θεραπεύσει. Είχαν συνεδρίες δύο φορές την ημέρα, στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ακόμη και στην διάρκεια της νύχτας -αν κρινόταν αναγκαίο- και της επέτρεπε συχνά να τον ακολουθεί στις διακοπές του, ώστε να μην διακοπεί η θεραπεία. «Η βασική μου ασθενής, η “βασίλισσα” (τα εισαγωγικά του Ferenczi) με απασχολεί 4-5 ώρες καθημερινά. Εξαντλητικό, αλλά αξίζει τον κόπο» θα γράψει το 1930 στον Groddeck Όμως η Severn συνεχώς χειροτέρευε. Ώσπου η ίδια απέδωσε το αδιέξοδο της θεραπείας σε ασυνείδητη αρνητική αντιμεταβίβαση του Ferenczi και του ζήτησε να τον αναλύει και εκείνη ταυτόχρονα, ώστε να αποκαλυφθούν τα εχθρικά του συναισθήματα προς αυτήν. Ο Ferenczi, αφού προβληματίσθηκε για ένα χρόνο, τελικά ανταποκρίθηκε στο αίτημα της, επιχειρώντας το πιο παράτολμο θεραπευτικό του πείραμα, την αμοιβαία ανάλυση. Μέσω της αμοιβαίας ανάλυσης ανακάλυψε ότι πράγματι είχε αρνητικά συναισθήματα για εκείνη, ενω η συνειδητά φιλική στάση του απέναντι της ήταν επανάληψη της προσπάθειας να εξευμενίσει την απαιτητική μητέρα του, αλλά και μια υπηρέτρια του σπιτιού τους, η οποία έπαιζε σεξουαλικά μαζί του φοβίζοντας τον και κάνοντας τον να ασφυκτιά Επρόκειτο για ψυχικά τραύματα που ανακατασκεύαζε για πρώτη φορά παρότι είχε προηγηθεί η ανάλυση του από τον Freud. Δεν γίνεται σαφές από το ημερολόγιο πως η αμοιβαία ανάλυση σταμάτησε. Όταν πάντως ο Ferenczi, πιθανότατα εξαντλημένος από τη σχέση τους και από τη νόσο του, προσπάθησε να επιστρέψει στην παραδοσιακή ανάλυση αυτό δεν ήταν δυνατό. Οπότε αναγκάσθηκε να ορίσει το τέλος της ανάλυσης, ενώ η Severn τον κατηγορούσε ότι ορίζοντας το, απέφευγε την επεξεργασία που αυτό απαιτούσε. Τελικά εκείνη απελπισμένη και σε ψυχική κατάρρευση εγκατάλειψε την Βουδαπέστη στο τέλος του Φεβρουαρίου του 1933, ενώ ο Ferenczi πέθανε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Είναι αξιοπερίεργο ότι μόλις ένα μήνα μετά το θάνατο του η Severn, ανέκτησε την ψυχική δύναμη που της επέτρεψε να εργάζεται ως ψυχοθεραπεύτρια στο Λονδίνο, ενώ τον Οκτώβριο του 1933 δημοσίευσε το βιβλίο της με τίτλο «Η ανακάλυψη του εαυτού». Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι στη θεραπεία σοβαρά διαταραγμένων οριακών και ναρκισσιστικών ασθενών οι προβλητικές ταυτίσεις, οι αμοιβαίες διαδραματίσεις, τα διλήμματα που μοιάζουν αδιέξοδα, οι αντιμεταβιβαστικές δυσκολίες κυριαρχούν και ο κίνδυνος της παραβίασης ή της κατάργησης των ορίων είναι συνέχεια παρών. Στην περίπτωση της R. N. η οκτάχρονη θεραπεία της με τον Ferenczi τερματίστηκε έχοντας φθάσει σε αδιέξοδο, αφήνοντας και τα δύο μέλη του θεραπευτικού ζεύγους με το αίσθημα της κακοποίησης. Παρόλες τις προσπάθειες και τα κλινικά πειράματα στο τέλος δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη στείρα επανάληψη του τραύματος. Όμως ταυτόχρονα η κλινική αυτή περίπτωση στο μέλλον θα αποτιμηθεί ως «...ένα ορόσημο, ένα σημείο καμπής στην εξελικτική πορεία της ψυχαναλυτικής θεραπείας» (Wolstein). Θα πάρει θέση, στην ιστορία της ψυχανάλυσης, δίπλα στις δύο άλλες διάσημες αποτυχημένες περιπτώσεις, την περίπτωση της Άννας Ο. και την περίπτωση της Ντόρας και θα συμβάλλει στη διερεύνηση της έννοιας της αντιμεταβίβασης. Επίλογος Συζητώντας για τον ρόλο της αυθεντίας στις αναλυτικές σχέσεις, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε τις σχέσεις Freud- Ferenczi και Ferenczi- Severn σαν παραδείγματα όπου η αποδοχή ή η αποκήρυξη της αυθεντίας του αναλυτή είχαν τραυματική επίδραση; Γνωρίζοντας βέβαια ότι μια τέτοια προσέγγιση αδικεί την πολυπλοκότητα, ιδιαίτερα της πρώτης εκ των δύο σχέσεων. Στην περίπτωση Freud- Ferenczi η άλυτη μεταβιβαστική αγάπη, η έλλειψη οποιασδήποτε επεξεργασίας της αντιμεταβίβασης, η κατάργηση των ορίων, η πεποίθηση ότι ο αναλυτής ξέρει την μοναδική αλήθεια ή τι θα πρέπει να κάνει ο αναλυόμενος με τη ζωή του, θα καταλήξουν στην εξουθένωση του ενός και στο αίσθημα προδοσίας και των δύο. Στην περίπτωση Ferenczi- Severn, η αγωνιώδης προσπάθεια του αναλυτή να βοηθήσει και να θεραπεύσει την ασθενή, αλλά και η ένταση των μεταβιβαστικών και αντιμεταβιβαστικών φαινομένων θα τον οδηγήσουν στην αποκήρυξη κάθε υπόνοιας αυθεντίας και στο πείραμα της αμοιβαίας ανάλυσης. Το πείραμα όμως θα καταλήξει στην καταστροφή του αντικειμένου-θεραπευτή, που δεν μπόρεσε να "επιβιώσει" από τις σφοδρές επιθέσεις του υποκειμένου-θεραπευόμενη και να υπάρξει σε μια περιοχή εκτός του παντοδύναμου ελέγχου της. Σήμερα γνωρίζουμε ότι όταν ο θεραπευτής χάσει -τελικά- μόνιμα τον ρόλο του, η καταστροφή αφορά και τον θεραπευόμενο, ο οποίος θα συνεχίσει να επαναλαμβάνει, -μη καταφέρνοντας να αποποιηθεί την παντοδυναμία του, ώστε να ανα-γνωρίσει την δική του συμμετοχή στην ιστορία του-, τα ελλείμματα και τις απώλειες. Ανα-γνώριση που συνεπάγεται ένα πένθος δύσκολο και επώδυνο. Όπως, σε ένα άλλο επίπεδο, ίσως είναι επώδυνο, αλλά απαραίτητο να γνωρίζουμε την ιστορία της ψυχανάλυσης και να σκεφτόμαστε πάνω σε αυτή. Ο Haynal γράφει για τον Ferenczi "Η ψυχαναλυτική κοινότητα συχνά δυσκολεύτηκε υπερβολικά να κοιτάξει την ιστορία της καταπρόσωπο. Αντ'αυτού, εκ των προτέρων υπάκουη και με την απατηλή βεβαιότητα της υπερβολικής εξιδανίκευσης, προτίμησε να απαλλαγεί από τις συνεισφορές ανεξάρτητων στοχαστών όπως ο Ferenczi". Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι στη σύγχρονη ψυχανάλυση ο κίνδυνος να συμβούν ιστορίες σαν αυτές που αναφέρθηκαν έχει αποτραπεί τόσο από τη διακριτότητα των ρόλων όπως λ.χ. εκείνων του αναλυτή και του επόπτη, όσο και από τους κανόνες και περιορισμούς που το αναλυτικό πλαίσιο επιβάλλει. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κίνδυνοι ή τραυματικές επιπτώσεις στις αναλυτικές σχέσεις από πιο "λεπτές'' εκφράσεις συμπεριφορών αυθεντίας. Η ψυχανάλυση βρέθηκε εξ αρχής, αναπόφευκτα ίσως σαν σύλληψη ενός μόνο ανθρώπου, αντιμέτωπη με τους κινδύνους της αυθεντίας. Το θέμα είναι σύνθετο και σχετίζεται με τα θεμελιώδη ζητήματα της αλήθειας και της γνώσης. Η συζήτηση δεν περιορίζεται στην αυθεντία του αναλυτή ή της αναλυτικής δυάδας, αλλά επεκτείνεται στο τι συμβαίνει στην ψυχαναλυτική κοινότητα και στην επίδραση που ασκεί η κοινωνία (Priel, 2006). Ας επικεντρωθούμε στον αναλυτή, ως τον φορέα της γνώσης. Η ολοκλήρωση της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης απαιτεί μεταξύ άλλων την απόκτηση ενός σώματος θεωρητικών γνώσεων. Η θεωρία στο νου του αναλυτή άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητα του συνιστά μια τρίτη διάσταση στη σχέση του με τον αναλυόμενο και δημιουργεί τον απαραίτητο μεταβατικό χώρο για την συμβολοποίηση. Η αυθεντία του αναλυτή δεν έχει ως πηγή μόνο την κακή χρήση της θεωρίας του. Πολλές φορές η ψυχαναλυτική εκπαίδευση έμμεσα ωθεί ή ίδια προς τέτοιους ρόλους καθώς και οι ασυνείδητες ταυτίσεις του αναλυτή με φιγούρες κύρους και αυθεντίας (Freud, Klein, Lacan κ.ο.κ.). Ακόμη και η ασυμμετρία της θεραπευτικής σχέσης, καθώς και η απόδοση μεταβιβαστικά από τον αναλυόμενο στον αναλυτή του ρόλου αυτού που γνωρίζει την αλήθεια, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη δημιουργία ασυνείδητων τάσεων επιβολής του δεύτερου πίσω από μια "ουδέτερη" ή "αντικειμενική" στάση. Και αν η γνώση γίνει από εργαλείο κατανόησης πηγή δύναμης και επιβολής; Αν ο αναλυτής μεταβληθεί σε εκείνον που πάντα γνωρίζει και μάλιστα την αλήθεια; Αν η ακρόαση του κλινικού υλικού χρησιμεύει -εν (συνειδητή) αγνοία μας- στο να επιβεβαιώσει τη θεωρία και όχι στη κατανόηση των ασυνειδήτων φαινομένων; Αν αρνούμαστε να ακούσουμε ότι δεν ταιριάζει σε αυτό που έχουμε ήδη στο νου μας ότι συμβαίνει; Η σύσταση του Bion προς τον αναλυτή να λειτουργεί "χωρίς μνήμη και επιθυμία" φαίνεται να προσπαθεί να αποτρέψει τους ανωτέρω κινδύνους, ώστε η αναλυτική διαδικασία να είναι εκείνη που διαρκώς επηρεάζει, μεταβάλλει ή εμπλουτίζει την προϋπάρχουσα γνώση. Τόσο η έννοια της "αρνητικής ικανότητας" του ίδιου, όσο και η σύλληψη της λειτουργίας του αναλυτή ως "περιέχοντος" συνεισφέρουν σε αυτό το σκοπό. Η ψυχανάλυση προσφέρει ένα χώρο στον ασθενή για να διερευνήσει την αλήθεια του. Εκεί, σύμφωνα με την Sophie de Mijolla-Mellor, ο αναλυτής, αντιπαραβάλλοντας τα κεκτημένα της δικής του ανάλυσης και της θεωρίας με τις αβεβαιότητες της κλινικής, αναγκάζεται με τη σειρά του να περιορίσει τη φιλοδοξία που κινητοποιεί την πρακτική του, να την περιορίσει σε αυτούς του «κόκκους αλήθειας» που δεν γίνονται ποτέ άμεσα αντιληπτοί παρά μέσα από ιστορίες υπομονετικά κατασκευασμένες και πάντοτε ατελείς. Υποθέτω σαν αυτές που σας διηγήθηκα σήμερα.
Χαρά Καραμανωλάκη Ψυχίατρος, Ψυχαναλύτρια, Διδάσκουσα της Ε.Ε.Ψ.Ψ., Υπεύθυνη Τμήματος Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών