2006-04 Φανταστικά αντικείμενα

Σάββατα μόνο για τα μέλη

 

Φανταστικά αντικείμενα και η αίσθηση πραγματικότητας της οικονομικής αγοράς: μια ψυχαναλυτική συνεισφορά στην κατανόηση της χρηματιστηριακής αστάθειας  - David Tuckett και Richard Taffler

Φανταστικά αντικείμενα και η αίσθηση πραγματικότητας της οικονομικής αγοράς: Mια ψυχαναλυτική συνεισφορά στην κατανόηση της χρηματιστηριακής αστάθειας. David Tuckett και Richard Taffler. Int. J. Psychoanalysis (2008) 89: 389-412

Μετάφραση Μ. Εμμανουηλίδης

Φανταστικά αντικείμενα και η αίσθηση πραγματικότητας της οικονομικής αγοράς: μια ψυχαναλυτική συνεισφορά στην κατανόηση της χρηματιστηριακής αστάθειας 


David Tuckett και Richard Taffler 

Int. J. Psychoanalysis (2008) 89: 389-412 


Μετά από μία αρχική περίοδο ενθουσιασμού και κάποια επιτυχία, η ψυχανάλυση σταδιακά απομακρύνθηκε από διεπιστημονικές προσπάθειες χρησιμοποίησης των γνώσεών της πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία που απέκτησε από την κλινική δουλειά, έτσι ώστε να συμβάλλουν στην κατανόηση ευρύτερων κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών φαινομένων. Δεδομένου όμως ότι η ψυχαναλυτική σκέψη διαφέρει από άλλους τρόπους κατανόησης της ανθρώπινης ψυχολογίας, θα μπορούσε να έχει μία ιδιαίτερη συνεισφορά. Το άρθρο αυτό θα διερευνήσει αυτήν την πιθανότητα, εξετάζοντας ένα τρέχον ζήτημα, δηλαδή την αστάθεια στις οικονομικές αγορές με τις ευρύτατες συνέπειές της στην ανθρώπινη ανάπτυξη και ευμάρεια. Το επιχείρημά μας στηρίζεται σε ιδέες που αναπτύχθηκαν μετά από ανάλυση οικονομικών δεδομένων, στα σχετικά σχόλια του οικονομικού τύπου, σε κάποια ανασκόπηση βιβλιογραφίας σχετικά με προηγούμενες οικονομικές φούσκες και σε μια μικρή μελέτη συνεντεύξεων οικονομικών επαγγελματιών.


Οικονομική αστάθεια και οικονομική θεωρία 


Ιστορικά, οι οικονομικές αγορές εμφανίζουν επαναλαμβανόμενες περιόδους ανόδου και πτώσης των τιμών των μετοχών και από καιρό σε καιρό αναπτύσσονται «φούσκες». Η πτώση της αξίας των μετοχών μπορεί να φτάσει το 90%, όπως π.χ. μεταξύ 1928 και 1929, προκαλώντας εκτεταμένη ανεργία και κοινωνική και πολιτική αποδιάρθρωση ή 26% μέσα σε μία μέρα με αποκατάσταση του μισού της αξίας δύο μέρες αργότερα κ.λ.π. Τα γεγονότα στα χρηματιστήρια δεν αντανακλούν μόνο τις προοπτικές της «πραγματικής οικονομίας» -κέρδη, εισοδήματα και απασχόληση- αλλά την επηρεάζουν σε παγκόσμια βάση. Η «φούσκα» του Internet, στην οποία θα εστιάσουμε, διήρκεσε πέντε χρόνια, μεταξύ 1995 και 2000. Ήταν δραματική. Σε δεκαοχτώ μήνες μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 1998 και 9ης Μαρτίου 2000, ο αντίστοιχος δείκτης Dow Jones πολλαπλασιάστηκε έξη φορές. Τον επόμενο μήνα υποδιπλασιάστηκε σε αξία και μέχρι το τέλος του 2002 βρισκόταν μόνο στο 8% του υψηλότερού του.
Η κύρια εξήγηση της οικονομικής θεωρίας για τις «φούσκες» των αγορών και την αστάθεια είναι ότι προκαλείται αβεβαιότητα στον εξατομικευμένο υπολογισμό εξαιτίας νέας πληροφορίας. Όταν υπάρχουν νέα ότι οι πραγματικές προοπτικές έχουν αλλάξει, τότε οι οικονομικοί παράγοντες αγοράζουν ή πωλούν ανάλογα, και οι τιμές αλλάζουν ανάλογα με τις αλλαγμένες προσδοκίες που έχουν για την «πραγματικότητα». Έτσι επιτυγχάνεται μία νέα ισορροπία. Οι οικονομολόγοι καταβάλλουν προσπάθεια να υπερασπισθούν αυτήν την θέση ακόμη και όταν η παρατήρηση μοιάζει να τους διαψεύδει. Το γενικό επιχείρημα είναι ότι παρόλο που οι κινήσεις των τιμών μοιάζουν υπερβολικές, δίνοντας την εντύπωση ότι οι αγορές είναι αναποτελεσματικές και «παράλογες», στην πραγματικότητα οι ακραίες αλλαγές είναι απόλυτα συμβατές με το εύρος των πιθανών «λογικών» αντιδράσεων που διαθέτουν οι οικονομικοί παράγοντες, με δεδομένη την αβεβαιότητα που εισάγεται στους υπολογισμούς τους από εξωγενή shock. Τα shock είναι μη αναμενόμενα γεγονότα ή νέες τεχνικές δυνατότητες με συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Εισάγουν αβεβαιότητα αλλά η αγορά, στην πραγματικότητα, την απορροφά αποτελεσματικά. Συναίσθημα, αμφιβολία και αβεβαιότητα Από τις συνεντεύξεις προέκυψε ότι το κύριο ζήτημα ήταν η αβεβαιότητα και πιο συγκεκριμένα, η δυσκολία να αποφασισθεί ποια πληροφορία θα ληφθεί υπ’ όψιν και ποια όχι. Αυτό το εύρημα συμφωνεί με αυτό του Smith (1999). Υποστήριξε ότι η έλλειψη κατανόησης δεν ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης αλλά πληθώρας εξηγήσεων. Η αξιολόγηση επομένως μελλοντικών επιδράσεων συχνά είναι αβέβαιη και αμφίβολη. Η κύρια εξήγηση που δίνεται στο ψυχαναλυτικό μοντέλο που αναπτύσσουμε, για την αστάθεια στις αγορές, σχετίζεται με αυτήν την αβεβαιότητα και αμφιβολία σχετικά με την αξιολόγηση της πληροφορίας. Σε τέτοιες συνθήκες αυτό που καθορίζει τον τρόπο που κατανοείται η πληροφορία είναι τα συναισθήματα και οι ψυχικές καταστάσεις. Η προθυμία ανάληψης κινδύνων δεν καθορίζεται μόνο από τις πληροφορίες για «πραγματικούς» κινδύνους, αλλά και από τις σημαντικές αλλαγές των ψυχικών καταστάσεων μέσα στις οποίες αξιολογούνται οι κίνδυνοι. Οι καταστάσεις αυτές είναι χαρακτηριστικά του χειρισμού της καθημερινής αίσθησης πραγματικότητας ενόψει της αβεβαιότητας. Παράγοντες που την καθορίζουν, μεταξύ άλλων, είναι ασυνείδητες φαντασίες που εμπλέκουν διέγερση, απληστία, άγχος και ενοχή καθώς και σχετικές άμυνες. Αρχίζοντας με τον Freud(1911) και την μάχη μεταξύ της «αρχής της ηδονής» και της «αρχής της πραγματικότητας», σήμερα υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση για το πώς η σύγκρουση που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, αντιμετωπίζεται αμυντικά με απώθηση ή διάσχιση. Με απλά λόγια, συνειδητοποιούμε μόνο αυτό που αντέχουμε να αισθανθούμε (Rickman 1937). Μια εξαρτημένη από την πορεία συναισθηματική τροχιά αλλά τα γεγονότα δεν αλλάζουν Όταν εξετάζαμε τις αναφορές για τις χρηματιστηριακές φούσκες, εντυπωσιαστήκαμε από το ότι αυτές ήταν πρώτα και κύρια περιγραφές μιας συναισθηματικής ακολουθίας. Η συμπεριφορά περιγράφεται σε έντονα συναισθηματικούς τόνους. Το 1720 ένας Ολλανδός επισκέπτης στην Exchange Alley στο City του Λονδίνου έγραφε: «Είναι σαν να δραπέτευσαν όλοι μαζί οι τρελοί από το τρελοκομείο». Σε άλλες αναφορές, οι αγορές περιγράφονται σαν διεγερμένες, υπερβολικές, ευφορικές, μανιακές, καταθλιπτικές, αγχώδεις κ.λ.π. Αυτό που δεν φαίνεται όμως να έχει παρατηρηθεί είναι ότι, παρότι απρόβλεπτες ως προς την χρονική στιγμή εμφάνισης των συναισθηματικών φάσεων, οι αγορές ακολουθούν μια προβλέψιμη συναισθηματική κατεύθυνση, είναι εξαρτημένες από την πορεία, δηλαδή κάθε πράγμα οδηγεί σε ένα άλλο. Σε κάθε περίπτωση η αυξανόμενη διέγερση οδηγούσε σε μανιακή ή ευφορική διέγερση, μετά σε πανικό και τέλος σε κατηγορία και αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε δύο ερωτήσεις. Γιατί κατά την διάρκεια της οικονομικής φούσκας μοιάζει ένα σημαντικό ποσοστό οικονομικών παραγόντων να μην μπορούν, χρησιμοποιώντας τις σχετικές πληροφορίες, να αξιολογήσουν την γενικευμένη πίστη ότι κάτι «φανταστικό» συμβαίνει; Γιατί προκύπτει θυμός, κατηγορία και αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων παρά ενοχή; Μία τρίτη ερώτηση τίθεται από κάποιες άλλες παρατηρήσεις. Είναι εντυπωσιακό ότι η διαθέσιμη πληροφορία δεν αλλάζει πραγματικά κατά την διάρκεια της φούσκας. Αυτό που μάλλον αλλάζει είναι η νοητική στάση προς την διαθέσιμη πληροφορία. Γιατί λοιπόν καταστρατηγούνται όλοι οι επενδυτικοί κανόνες και αγνοούνται όλες οι προειδοποιήσεις και γιατί εμπλέκονται σε αυτό και επαγγελματίες επενδυτές; Προς ένα ψυχαναλυτικό πλαίσιο: Φανταστικά αντικείμενα Κατά την διάρκεια της φούσκας, οι περιγραφές των εταιρειών και των δραστηριοτήτων τους στο Internet ήταν πλήρεις διέγερσης, λάμψης και υπερβολής. Προτείνουμε ότι απλά γεγονότα γίνονται αντιληπτά σαν φανταστικά αντικείμενα. Ένα φανταστικό αντικείμενο είναι μια νοητική αναπαράσταση κάποιου πράγματος ή προσώπου, που φαντασιακά εκπληρώνει τις βαθύτερες επιθυμίες του πρωταγωνιστή, να έχει δηλαδή αυτό ακριβώς που θέλει τότε που το θέλει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα φανταστικά αντικείμενα δίνουν μια αίσθηση παντοδυναμίας σαν τον Αλαντίν και το λυχνάρι του. Έτσι διάφορα γεγονότα μπορεί να προκαλούν διέγερση, αφού μοιάζει να καταρρίπτουν τους συνηθισμένους κανόνες της ζωής και να αντιστρέφουν πλευρές της «φυσιολογικής» πραγματικότητας, δημιουργώντας την αίσθηση ότι αυτό που θεωρείται αδύνατο, μπορεί τελικά να συμβεί. Είναι πιθανό να προκαλέσουν μεγάλη διέγερση και απληστία, που μεγεθύνεται από την ανησυχία ότι άλλοι θα τα αποκτήσουν πρώτοι- ίσως ασυνείδητες αναμνήσεις πρώιμων προσπαθειών για κατοχή των πρωταρχικών αντικειμένων και των χαρακτηριστικών τους, καθώς και παλιών αποτυχιών και ευκαιριών για αναστροφή. Η υπόθεση αυτή βοηθάει να καταλάβουμε γιατί οι ενεργοί επενδυτές δεν μπορούν να αξιολογήσουν τις πληροφορίες, αλλά μάλλον τις αντιμετωπίζουν ασυνείδητα σαν συμπαγείς ευκαιρίες για ανάπτυξη παντοδύναμων φαντασιών. Όπως φαίνεται, οι επενδυτές δεν «σκέφτονταν», «αισθάνονταν» μια καλή αγορά. Παράγονταν έτσι υπερβολικές προβλέψεις που οδηγούσαν την ζήτηση σε εκθετική αύξηση, τους επενδυτές να ανταγωνίζονται, δημιουργώντας ίσως περαιτέρω ασυνείδητη ανταγωνιστική διέγερση και σίγουρα σπρώχνοντας τις τιμές όλο και πιο ψηλά. Μια τεχνική συνέπεια των ανερχόμενων τιμών, που τροποποιούν το ισοζύγιο του μεγέθους των εταιρειών, είναι ότι παρασύρουν παθητικούς επενδυτές και άλλα κεφάλαια στην αγορά. Ακόμη και επαγγελματίες πιέζονται να μπουν. Έτσι οι τιμές ανεβαίνουν ακόμη περισσότερο. Ο Cooper και συν.(2001) παρατήρησε ότι η προσθήκη στο όνομα μιας εταιρείας του «.com», την περίοδο 1998-99, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής της μετοχής της κατά 63% μέσα σε πέντε μέρες, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου εταιρειών που δεν έκαναν μια τέτοια προσθήκη. Και αυτό ανεξάρτητα από την πραγματική εμπλοκή της εταιρείας με το Internet. Μια θεωρία για υποστήριξη και μια ιδέα για κάλυψη Όταν η αγορά κυριαρχείται περισσότερο από αγοραστές παρά από πωλητές, οι τιμές ανεβαίνουν και αυτό μοιάζει τότε να επιβεβαιώνει την σοφία της επένδυσης, πράγμα που προκαλεί νέα κύματα αγοραστών και νέες αυξήσεις των τιμών. Σε τέτοιες καταστάσεις φαίνεται σαν οι ασυνείδητες φαντασίες να είναι αυτοεπιβεβαιούμενες. Οι αγορές αναγκαστικά κυριαρχούνται από τους ενεργούς επενδυτές. Καθώς τα πράγματα προχωρούν, οι περισσότερο ενεργοί επενδυτές διεγείρονται όλο και περισσότερο και προσπαθούν να εμπλέξουν και άλλους. Οι περισσότερο επιφυλακτικοί, πείθουν τελικά τον εαυτό τους ότι κάτι συμβαίνει (ίσως με κάποιο επιχείρημα όπως ότι οι αγορές δεν ψεύδονται). Μετά μπορεί να νοιώθουν ότι θα καβαλήσουν το κύμα και θα φροντίσουν για την κατάλληλη είσοδο και έξοδο από την αγορά ή μπαίνουν για τεχνικούς λόγους (αναγκαστική παρακολούθηση κάποιων δεικτών) ή μπορεί να υπάρχουν διάφορες άλλες ήπιες πιέσεις. Διάφορες εκλογικεύσεις χρησιμοποιούνται για να ικανοποιήσουν την ανάγκη για μια «επιφανειακά λογικοφανή δημοφιλή θεωρία που να δικαιώνει» τις επιλογές (Shiller 2000). Ο Smelser (1962,1998) έχει περιγράψει το πώς είναι απαραίτητο για τους ηγέτες διαφόρων ομαδικών δραστηριοτήτων να παρέχουν μια «γενικευμένη πίστη» που να υποστηρίζει την φαντασία, αυτό που θα ονομάζαμε κύρια θεωρία. O Galbraith (1993) συζητάει τον ρόλο των τραπεζιτών και των οικονομολόγων στην διαμόρφωση μιας υποκείμενης πίστης-αφήγησης, στην περίοδο του ενθουσιασμού πριν το Μεγάλο Κραχ. Κατά την διάρκεια της φούσκας του Internet η κύρια θεωρία ήταν αυτή της «νέας οικονομίας». Ότι δηλαδή η τεχνολογία της πληροφορίας και ειδικότερα το Internet, θα μετατρέψουν την παραγωγικότητα σε απίστευτο βαθμό. Αυτές οι θεωρίες χρησιμοποιούν κάποιο βασικό και απλό χαρακτηριστικό του νέου φανταστικού αντικειμένου και έτσι παρέχουν μια προοπτική, αν και κατά τα άλλα αόριστη. Στην πραγματικότητα, ενώ η συγκεκριμένη φούσκα ήταν ακόμη σε εξέλιξη, ο Shiller ανέλυσε την ρητορική της συγκεκριμένης θεωρίας. Η ανάλυσή του απορρίφθηκε πριν την πτώση, αλλά αποδείχθηκε σωστή μετά. Άλλη μια περίπτωση, της χαρακτηριστικής ικανότητας των φανταστικών αντικειμένων να παράγουν παντοδυναμία και να αποκλείουν την σκέψη. Αλλαγές στην αίσθηση πραγματικότητας στις οικονομικές αγορές Η επιφυλακτικότητα, το άγχος και η εγρήγορση αδυνατούν να περιορίσουν τον ενθουσιασμό, που προκαλεί η αδύναμη θεωρία, που αναφέραμε. Οι ενεργοί επενδυτές, σε σημαντικό βαθμό, ανησυχούν περισσότερο μήπως χάσουν κέρδη, όταν δεν κατέχουν ένα φανταστικό αντικείμενο, παρά για τις ζημιές στην αντίθετη περίπτωση. Ψυχαναλυτικά, θα κατανοούσαμε αυτήν την διαταραχή στην αίσθηση πραγματικότητας της αγοράς σαν το προϊόν μιας ομαδικής παλινδρόμησης. Τρεις παράγοντες εμπλέκονται σε αυτήν την αλλαγή. Πρώτον, μια αλλαγή στην αγορά, από λειτουργία ομάδας εργασίας σε λειτουργία βασικών υποθέσεων κατά Bion (1952). Μια δεύτερη σχετική αλλαγή αφορά την αίσθηση πραγματικότητας της ομάδας. Η σκέψη που στηρίζεται στην επιθυμία αναλαμβάνει από την σκέψη που στηρίζεται στην πραγματικότητα και γίνονται κρίσεις μέσα σε ένα παντοδύναμο πλαίσιο που βοηθάει στην ικανοποίηση. Τρίτον, η σύγκρουση σχετικά με την ανάληψη κινδύνων εξαφανίζεται ή τουλάχιστον ελαττώνεται λόγω της διασχιστικής αποκοπής της πληροφορίας που παράγει «κακά» συναισθήματα. Οι τρεις αυτοί παράγοντες επιτρέπουν την επιδίωξη ενός φανταστικού αντικειμένου, σαν να ήταν πραγματικότητα και χωρίς την βίωση άγχους, αλλά με το κόστος μιας συνεχιζόμενης ασυνείδητης απειλής που έχει διασχισθεί και πρόκειται να ξαναγυρίσει. Όταν τα φανταστικά αντικείμενα ξαναγυρίσουν, τότε είναι αντικείμενα αποστροφής. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η αποδοχή της πραγματικότητας είναι πάντα αμφίθυμη και η αποδοχή των ορίων στην προσωπική παντοδυναμία είναι μια μακρά και ατελής διεργασία. Σύμφωνα με την Klein, η σταδιακή ανάπτυξη μιας «αίσθησης πραγματικότητας» είναι μια διεργασία που εξαρτάται από την ελάττωση των διασχιστικών μηχανισμών και την σύνθεση των συγκρουόμενων συναισθημάτων προς τους γονείς τα πρώτα χρόνια της ζωής. Ο Bion, αναπτύσσοντας τις περιγραφές της Klein, σχετικά με την παρανοειδή-σχιζοειδή και την καταθλιπτική θέση, υπέθεσε την ύπαρξη αυτών των δύο βασικών καταστάσεων καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής (PS και D). Όπως είναι γνωστό, η D κατάσταση συνεπάγεται την απεμπόληση της αίσθησης της παντοδυναμίας και παντογνωσίας, κάποια αίσθηση μετάνοιας για τις συνέπειες παρελθουσών πράξεων καθώς και την δυνατότητα προκαταβολικής αίσθησης καταθλιπτικού άγχους ή ενοχής, στην πιθανότητα επανάληψης πράξεων που είχαν στο παρελθόν οδηγήσει σε αποτυχία ή πόνο. Σε μια PS κατάσταση, όλα αυτά τα συναισθήματα αποφεύγονται, μέσω εκκένωσής τους από την συνείδηση με προβλητική ταύτιση και βιώνονται σαν να γίνονται αισθητά από τους άλλους. Σε μια D κατάσταση, αντίθετα, η αλήθεια, όσο μπορεί να γίνει ορατή σε μια συγκεκριμένη στιγμή, μπορεί να αναγνωρισθεί συναισθηματικά. Ενώ η D κατάσταση, μισείται και αποφεύγεται στην PS κατάσταση, όταν επιτευχθεί, συχνά βιώνεται σαν ανακούφιση, παρέχοντας π.χ. την ευκαιρία για την αποκατάσταση της ζημιάς και την επανεξέταση των λαθών, που συχνά οδηγούν σε καλύτερη χρησιμοποίηση του ταλέντου ή σε βαθύτερες και ουσιαστικότερες ανθρώπινες σχέσεις, πιο ελεύθερες από άγχος και επιφυλακτικότητα. Αυτές οι αλλαγές στην αίσθηση της πραγματικότητας μπορούν να παρασταθούν PSàD ή DàPS. Ο Bion (1952) επίσης διέκρινε τις ομάδες ανάλογα με την τάση να είναι ομάδες εργασίας ή ομάδες λειτουργίας βασικών υποθέσεων, κάτι που έχει σημαντική επίδραση στην σκέψη και στην κρίση. Η λεκτική επικοινωνία επίσης αντιμετωπίζεται διαφορετικά στα δυο είδη λειτουργίας των ομάδων. Στην περίπτωση της ομάδας που κυριαρχείται από μια βασική υπόθεση, η λεκτική επικοινωνία είναι σημαντική μόνο σαν ένα μέσο για τον ήχο. Αυτό σημαίνει ότι η πληροφορία χρησιμοποιείται διαφορετικά: σε μια ομάδα εργασίας είναι στην υπηρεσία της πραγματικής σκέψης, ενώ στην ομάδα βασικών υποθέσεων χρησιμοποιείται για ικανοποίηση. Επιστρέφοντας στην αίσθηση της πραγματικότητας στις χρηματιστηριακές αγορές κατά την δημιουργία μιας φούσκας τιμών, προτείνουμε ότι εφόσον υπάρχει μια κοινή πεποίθηση στην ύπαρξη ενός φανταστικού αντικειμένου σαν μια πραγματική πιθανότητα, τότε έχει διαμορφωθεί μια ομάδα βασικής υπόθεσης. Εγκαθίσταται επίσης μια PS νοητική κατάσταση, όπου η σύγκρουση σχετικά με τον κίνδυνο, υφίσταται διάσχιση και η πληροφορία χρησιμοποιείται μόνο για την παραγωγή «καλών» διεγερτικών συναισθημάτων. Το άγχος αγνοείται και η κοινή ασυνείδητη φαντασία νομιμοποιείται μέσω μιας θεωρίας. Οι αντιτιθέμενες απόψεις απορρίπτονται. Η νοητική αυτή κατάσταση μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν αντι-σκέψη ή -Κ σύμφωνα με τον Bion. Στην περίπτωση αυτή, ενδιαφέρει μόνο η κατοχή του αντικειμένου, αυτό καθαυτό το αντικείμενο δεν έχει και δεν προκαλεί ενδιαφέρον. Είναι μια μορφή σχέσης απληστίας προς ένα αντικείμενο, χαρακτηριστική της PS νοητικής κατάστασης. Το ενδιαφέρον για το αντικείμενο υφίσταται διάσχιση και υπάρχει μόνο σαν ασυνείδητο άγχος. Όταν η κυρίαρχη κατάσταση στην αγορά είναι PS, είναι αδύνατον να υπάρξει σκέψη για την πραγματική φύση της επιθυμίας. Η σύγκρουση είναι καταδιωκτική σε τέτοιες συνθήκες και επομένως αμφιβολίες, αντιρρήσεις και άγχη παραμένουν ασυνείδητα γιατί είναι επώδυνα. Υπάρχει δηλαδή μια αντιστροφή της συνηθισμένης αναπτυξιακής πορείας προς την αποδοχή επώδυνων συγκρούσεων, που σχετίζεται με την D νοητική κατάσταση. Νέα οικονομία, νέοι κανόνες Σύμφωνα με την προηγούμενη άποψη, η πίστη στα φανταστικά αντικείμενα, αντιστρέφει την πραγματικότητα. Πεποιθήσεις, που κατά τα άλλα θεωρούνται μη ρεαλιστικές, γίνονται κοινός τόπος και γεννιέται μια νέα PS πραγματικότητα. Σαν αποτέλεσμα, η αίσθηση πραγματικότητας αντί να ακολουθήσει την συνηθισμένη πορεία της σταδιακής παραίτησης από την παντοδυναμία, μπορεί να οδηγήσει στο αντίστροφο. Ο Ευριπίδης περιγράφει τέτοιες σκηνές στις Βάκχες. Όταν η «νέα πραγματικότητα» αρχίζει να εμφανίζεται, τότε αλλάζουν αντίστοιχα και οι μέθοδοι αξιολόγησης. Αφού οι συμβατικές μέθοδοι αξιολόγησης υπολογίζουν αυξημένο κίνδυνο για την επένδυση, εμφανίστηκε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν «νέα» οικονομικά μέτρα. Η αλλαγή αυτή περιγράφηκε πολύ καθαρά, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τα νούμερα «μαγειρεύονταν» με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζουν με τις προτάσεις για επένδυση. Η διεγερμένη πλευρά μιλούσε για το Internet που είχε εισάγει έναν θαρραλέο νέο κόσμο στις μεθόδους αξιολόγησης. Αυτό που συνέβη την περίοδο της ευφορίας, είναι κοινό με άλλες περιόδους πίεσης από την ομάδα βασικής υπόθεσης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα τραπεζίτη επενδύσεων, υπήρχε πίεση από τα νεότερα στελέχη, όσον αφορά την πολιτική επενδύσεων, τους κανόνες, τον τρόπο ντυσίματος κ.λ.π. Υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόσωπα εξουσίας παρασύρθηκαν από την διάθεση της επανάστασης. Η κυβέρνηση του Clinton κράτησε ουδέτερη στάση απέναντι στο Internet. O ίδιος είχε «αισθανθεί» ότι οι οικονομολόγοι που συμβουλευόταν είχαν λάθος (Greenspan 2007) και ένας από τους πιο σημαντικούς οπαδούς του δόγματος της Νέας Οικονομίας ήταν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Alan Greenspan (1997). Και οι δύο, μπορεί να έχουν προσδώσει στην ιδέα διοικητική και ηθική νομιμοποίηση, περισσότερο από ότι συνειδητοποίησαν. Είναι ακόμη βέβαιο ότι οι κανόνες τροποποιήθηκαν ευκαιριακά σε ένα ευρύ πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, όπως για παράδειγμα στο κλίμα του ελέγχου κινδύνου των επενδυτικών τραπεζών. Πανικός: η επιστροφή του απωθημένου; Η πτώση που συνέβη τον Απρίλιο του 2000 ήταν δραματική, όπως οι προηγούμενες στην χρηματιστηριακή ιστορία. Αυτό που πριν είχε αξιολογηθεί σαν σημαντικό, γρήγορα έχασε κάθε αξία, η «νέα οικονομία» και οι μέθοδοι αξιολόγησής της σε μεγάλο βαθμό απορρίφθηκαν σαν «φαντασία». Όπως και σε άλλες φούσκες, οι επενδυτές δεν έγιναν σταδιακά πιο ρεαλιστές. Οι εκτιμήσεις τους βιώθηκαν ξαφνικά και γενικευμένα ότι ήταν τελείως εξωπραγματικές, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι πωλητές να προκύπτουν και οι τιμές να πέφτουν εκθετικά. Τα προηγούμενα φανταστικά αντικείμενα τώρα ήταν στιγματισμένα και αποκρουστικά. Η ίδια ερευνητική ομάδα που παρατήρησε την θετική επίδραση της κατάληξης .com, τώρα διαπίστωνε ακριβώς το αντίθετο. Οι επενδυτές αντιδρούσαν θετικά μετά την αφαίρεση των ονομάτων με αφύσικα θετικές επιστροφές γύρω στο 70% μέσα σε 60 μέρες. Αυτό δείχνει ότι οι αγορές συνέχιζαν να λειτουργούν συναισθηματικά παρά να βασίζονται σε προσεκτική σκέψη. Ο πανικός κατά την πτώση μπορεί να θεωρηθεί σαν μια διαδικασία εξαρτημένη από την πορεία. Η κατοχή οικονομικών κεφαλαίων αναγκαστικά εγκαθιστά αμφιθυμικές ασυνείδητες φαντασιακές σχέσεις, που μπορούν να διαπραγματευτούν σε μια D ή PS νοητική κατάσταση, ενώ στις φούσκες κυριαρχεί η PS κατάσταση, προερχόμενη από την διάσχιση. Στην πτώση, οι επενδυτές υφίστανται την επιστροφή του απωθημένου. Επιστρέφουν οι απωθημένες αμφιβολίες και τα συναισθήματα σχετικά με τις επικίνδυνες επενδύσεις, όπως ενδεχομένως και το άγχος για τις προηγούμενες δραστηριότητές τους. Αναγκάζονται να βιώσουν την εμπειρία του κινδύνου και να αναγνωρίσουν δεδομένα που υπήρχαν πάντα, ενώ οι θεωρίες δεν παρέχουν πια κάλυψη. Το φανταστικό αντικείμενο είναι τώρα ένα ασυνείδητο καταδιωκτικό αντικείμενο. Είναι το ίδιο απίθανο να εξηγήσουμε το γιατί συμβαίνει μία πτώση τότε που συμβαίνει, όπως στην ψυχαναλυτική θεραπεία δεν είναι εύκολο να ξέρουμε τι κάνει έναν ασθενή να προσλαμβάνει τελικά μία δύσκολη ερμηνεία και να την επεξεργάζεται παρά να εγκαταλείπει την θεραπεία και να αποτυγχάνει. Επειδή η δεύτερη σκέψη είναι μεγάλη πηγή σοφίας, αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από αυτούς που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις ανέφεραν ότι ακόμη και λίγες εβδομάδες πριν το σπάσιμο της φούσκας, σημαντικός αριθμός οικονομικών διευθυντών είχαν απολυθεί ή σχεδόν απολυθεί από τους πελάτες τους γιατί δεν είχαν επενδύσει αρκετά σε μετοχές dot.com. Η κατηγορία σαν σήμα ασυνείδητης ενοχής και ντροπής Όταν σπάσει η φούσκα, προκύπτει μια νέα αίσθηση πραγματικότητας, αλλά αυτή δεν βασίζεται αναγκαστικά στην κατάσταση D. Μπορεί να υπάρξει μια περίοδος που θα μπορούσε να ονομαστεί παζάρι με την πραγματικότητα, κατά την οποία χρειάζεται να απεμποληθεί όχι μόνο η αρχή της ηδονής αλλά και η P αίσθηση πραγματικότητας, κάτι που προϋποθέτει μια διεργασία πένθους με ενσωμάτωση διασχισμένων και συγκρουόμενων σκέψεων και συναισθημάτων προς το φανταστικό αντικείμενο. Όπως παρατηρείται, στην πτώση η φάση της ευφορίας ακολουθείται από άρνηση, θυμό και παρανοειδείς προσπάθειες να βρεθούν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Τυπικά υπάρχει μάλλον λίγη πραγματική επεξεργασία ή αναγνώριση της ευθύνης και της ενοχής. Εάν τα γεγονότα τύχουν δικαστικής διερεύνησης, αυτή εστιάζεται συνήθως σε εξωγενείς παράγοντες. Ιστορικά, σε τέτοιες περιπτώσεις αναμένεται μάλλον κατηγορία παρά ανάλυση. Παρά ταύτα, η κατηγορία άλλων είναι απίθανο να βοηθήσει το υποκείμενο να τα βρει με την εμπειρία του ή να μάθει κάτι από αυτήν. Αυτό προϋποθέτει κατάσταση D και αποδοχή του πόνου της ενοχής. Η οικονομική θεωρία σαν θεσμικό πλαίσιο Η ψυχαναλυτική κατανόηση που μόλις παρουσιάσθηκε, μπορεί να συμβάλλει σε μία πιο πλήρη διεπιστημονική θεωρία της αστάθειας των οικονομικών αγορών, επικεντρώνοντας σε κάποια θεσμικά χαρακτηριστικά τους. Θα συζητηθούν δύο τέτοια θεσμικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά την φύση των θεωριών που αναπτύσσουν οι οικονομικοί παράγοντες για την δουλειά τους και πόσο αυτές τους βοηθάνε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους προκαλούν τα συναισθήματα και η αβεβαιότητα που βιώνουν στην προσπάθειά τους. Το δεύτερο αφορά τις ρυθμίσεις μέσα στους οικονομικούς οργανισμούς που αξιολογούν και χειρίζονται την προσωπική επίδοση, ιδίως όταν συσσωρεύονται απώλειες για τους πελάτες. Οι θεωρίες, με τις οποίες τα άτομα εξηγούν στους εαυτούς τους το τι κάνουν και πως το κάνουν, είναι μέρος των θεσμικών ρυθμίσεων που τα βοηθούν να εργάζονται αποτελεσματικά και να χειρίζονται τις πιέσεις της δουλειάς. Η τυπική οικονομική θεωρία, στην περίπτωση αυτή, είναι μέρος του πλαισίου που καθορίζει το πώς θα «έπρεπε» να επιτελούν τα άτομα τους ρόλους τους. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας, οι κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες μπορεί να είναι προβληματικές επειδή αποσπούν την προσοχή των οικονομικών παραγόντων από σημαντικές παραμέτρους.


Πρώτον, η κυρίαρχη οικονομική θεωρία (πλην της Κεϋνσιανής παραλλαγής) αντιλαμβάνεται τις αγορές ως αποτελούμενες από ανεξάρτητα και μη σχετιζόμενα άτομα που λειτουργούν σε έναν ελεύθερο από συμβάσεις κόσμο. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας αποδεκτός χαρακτηρισμός μιας ομάδας εργασίας. Όμως, οι οικονομικές αγορές συχνά μοιάζουν με μεγάλες ομάδες βασικών υποθέσεων που δρουν ελάχιστα ατομικά.

Δεύτερον, οι οικονομικές θεωρίες δεν βοηθούν τους οικονομικούς παράγοντες στο πρόβλημα του πώς να πάρουν γρήγορες αποφάσεις με πολύ αμφίβολες και αβέβαιες πληροφορίες. Μια αιτία αβεβαιότητας σχετίζεται με την αναπόφευκτη ασυμμετρία των πληροφοριών και την προσπάθεια διάκρισης της αμφίβολης πληροφόρησης, με την οποία βομβαρδίζονται. Άλλη αιτία είναι η αβεβαιότητα με την οποία είναι συνυφασμένο το μέλλον. Δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να γίνει στο παρόν για να ποσοτικοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο ή να αποτρέψει αυτήν την αβεβαιότητα. Αυτό οδηγεί στον πειρασμό της διάσχισης της καλής «διεγερτικής» εμπειρίας της ελπίδας από τον κακό «επώδυνο» κίνδυνο της απώλειας.
Τρίτον, η κυρίαρχη οικονομική θεωρία υποβαθμίζει το συναίσθημα σαν παράλογο. Έτσι αγνοεί τον λειτουργικό ρόλο του συναισθήματος στην διαδικασία των σωστών αποφάσεων, όπως προκύπτει όχι μόνο από την ψυχαναλυτική και άλλη εμπειρία αλλά και από νευροβιολογικές ενδείξεις ότι το συναίσθημα αναπτύχθηκε για να χρησιμεύσει στην λήψη σύνθετων αποφάσεων γρήγορα και αποτελεσματικά (Bechara & Damasio 2005, Gigerenzer 2007). Η παραγνώριση του συναισθήματος στις οικονομικές θεωρίες έχει σαν αποτέλεσμα να μην του δίνεται η απαραίτητη προσοχή και κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίζεται αμυντικά και να υφίσταται διάσχιση, πιθανώς με δυσλειτουργικούς τρόπους.

Τέταρτον, με βάση το δόγμα της γενικής ισορροπίας (η ιδέα ότι το «κρυμμένο χέρι» της αγοράς πάντα παράγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με την προϋπόθεση ότι τα άτομα είναι ελεύθερα να επιδιώκουν το συμφέρον τους), η οικονομική θεωρία προτρέπει στην διάσχιση της ευθύνης των συνεπειών των αποφάσεων με το να είναι οι αγορές υπεύθυνες και όχι τα άτομα. Αυτό εξηγεί και το γιατί υπάρχει ελάχιστος έλεγχος μετά από οικονομικές κρίσεις, εκτός από την απόδοση της κατηγορίας. Μια θεωρία που αφήνει από έξω το συναίσθημα, την αμυντική συμπεριφορά και τους θεσμούς, δεν βοηθάει στην επεξεργασία της ενοχής και στην ανάπτυξη μιας D νοητικής κατάστασης μέσα στην οποία θα ληφθούν οι μελλοντικές αβέβαιες και αγχογόνες αποφάσεις. Θα περιμέναμε επίσης ότι η άπληστη επιδίωξη του ατομικού κέρδους είναι διαφορετική σε μια PS ή D κατάσταση. Στην PS κατάσταση, η διάσχιση των συνεπειών μπορεί να διατηρείται μακροπρόθεσμα, όχι όμως στην D κατάσταση. Όπως είναι γνωστό οι οικονομικές αγορές είναι βραχυπρόθεσμες.


Αξιολογώντας την επίδοση


Ο τρόπος που αμείβονται οι οικονομικοί παράγοντες για την επίδοσή τους, είναι άλλο ένα σημαντικό μέρος του θεσμικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εργάζονται. Αναφέραμε προηγουμένως πως οι φόβοι κακής επίδοσης και ήπιες προσαρμογές, παρέσυραν στην φούσκα και τους «άπιστους». Ο τρόπος που αξιολογείται η επίδοση μπορεί να προκαλεί συναισθηματικές συγκρούσεις στους οικονομικούς παράγοντες, που αν δεν αντιμετωπισθούν, μπορούν να επιδεινώσουν την αστάθεια με τουλάχιστον τρεις τρόπους.


Πρώτον, η οικονομική βιομηχανία βασίζεται σε μια αντίφαση. Οι διαχειριστές κεφαλαίων πωλούν τις υπηρεσίες τους με βάση προηγούμενες επιδόσεις, ενώ ταυτόχρονα συμβουλεύουν στα «ψιλά» γράμματα ότι οι «προηγούμενες αποδόσεις δεν εξασφαλίζουν μελλοντικές αποδόσεις». Το μέγεθος των ποσών που διαχειρίζονται καθορίζει τις αμοιβές τους και η επίδοσή τους καθορίζει τα κεφάλαια που τους ζητείται να διαχειριστούν. Την ίδια στιγμή, οι ενδείξεις σχετικά με το αν ένας διαχειριστής κεφαλαίων ή ένας οποιοσδήποτε επενδυτής μπορεί να έχει καλύτερη επίδοση από την αγορά, εκτός από τύχη, είναι έντονα αρνητικές (π.χ. Malkiel 2003). Η κατάσταση αυτή αναμφίβολα προκαλεί συναισθηματική σύγκρουση αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει μια PS νοητική κατάσταση. Οι διαχειριστές που επιβιώνουν μπορεί να επιβιώνουν επειδή διακινδυνεύουν περισσότερο από τον μέσο όρο και αποδεικνύονται τυχεροί, οι άλλοι που διακινδυνεύουν το ίδιο αλλά δεν είναι τόσο τυχεροί, χάνουν την δουλειά τους. Αν είναι έτσι, τότε υπάρχει κίνητρο για διάσχιση.


Δεύτερον, στην βιομηχανία διαχείρισης κεφαλαίων, όπως και στην γενικότερη τραπεζική κοινότητα, υπάρχει η άποψη ότι ο κίνδυνος μπορεί να μετρηθεί. Αυτό γίνεται, υπολογίζοντας την ιστορική διακύμανση των τιμών ενός χαρτοφυλακίου και μετά υπολογίζοντας έναν παράγοντα γενικού κινδύνου. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να θεωρηθεί σαν διαχείριση εντυπώσεων ή ένας τρόπος να παρουσιασθεί η εικόνα που έχουν οι επαγγελματίες σαν επιστημονική και έτσι να βρουν τρόπους να απομακρυνθούν από τις απαρχές της βιομηχανίας που είναι στην ουσία τα τυχερά παιχνίδια και o τυχοδιωκτισμός (Preda 2205). Είναι αντιφατική, επειδή οι μετρήσεις που εμφανίζονται να προλέγουν το μέλλον, χρησιμοποιούν αναπόφευκτα αυθαίρετες επιλογές παρελθοντικών στοιχείων. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να βάζει σε πειθαρχία τους οικονομικούς παράγοντες και να τους βάζει να σκέφτονται αλλά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το μέλλον είναι κατά βάση αβέβαιο. Από την ψυχαναλυτική άποψη που αναπτύξαμε, το ζήτημα είναι εάν η διαχείριση κινδύνου γίνεται μέσα σε μια PS ή D κατάσταση. Στην πρώτη περίπτωση οι μετρήσεις του κινδύνου μπορεί να λειτουργούν σαν καθησυχαστικός θόρυβος, κάνοντας τα άγχη ασυνείδητα.


Τρίτον, ο τρόπος χρήσης της επίδοσης στην ανταμοιβή των διαχειριστών μπορεί να έχει κάποιες σοβαρές συνέπειες. Η επίδοση γενικά ορίζεται σχετικά, συγκρίνοντας κάθε έναν διαχειριστή με κάποιον δείκτη που είναι ο μέσος όρος όλων των άλλων. Με τα σημερινά μέσα, η επίδοση μπορεί να υπολογίζεται λεπτό προς λεπτό. Αυτό θέτει το θέμα του κατά πόσον η βραχυπρόθεσμη επίδοση αποτελεί ένδειξη για την μακροπρόθεσμη επίδοση αλλά ακόμη και πολύ σημαντικότερο, πόσο αντέχουν οι διαχειριστές, οι ανώτεροί τους και οι πελάτες τους την επίδοση κάτω από τον μέσο όρο, ένα ζήτημα σαφώς συναισθηματικό που εμπλέκει εμπιστοσύνη και έλλειψη εμπιστοσύνης. Έτσι παράγεται συνεχής πίεση που δυνητικά κατευθύνει κάθε έναν σε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Αυτή η δομική κατάσταση κάνει δύσκολη την προσκόλληση σε στρατηγικές που δεν παράγουν γρήγορα αποτελέσματα και τείνει να προκαλεί την προσκόλληση στον δείκτη, κάτι που αποτελεί πίεση για τους επιφυλακτικούς επενδυτές.


Bechara A, Damasio AR (2005). The somatic marker hypothesis: A neural theory of Economic decision.

Games Econ Behav 52:336-72 Bion WR (1952). Group dynamics: A re-view. Int J Psychoanal 33:235-47 Cooper MJ et.al (2001). A rose .com by any other name. J Finance 56(6):2371-88

Freud S (1911). Formulations regarding the two principles of mental functioning. SE 12, 213-26. London:Hogarth. Galbraith JK (1993). A Short history of financial euphoria. New York, NY: Penguin Gigerenzer G (2007).

Gut feelings. London: Allen Lane/Penguin Greenspan A (1997). Monetary policy testimony and report to congress, July 22nd (2007). The age of turbulence: Adventures in a new world. London: Allen Lane/Penguin. Malkiel B. (2003).

A random walk down Wall Street, revised edn. New York, NY: Norton. Preda A (2005). The investor as a cultural figure of global capitalism. In: Knorr Certina K, Preda A, editors, The sociology of financial markets. Oxford: Oxford UP. Rickman J (1937). On ‘unbearable’ ideas and impulses. Am J Psychol 50:248-53 Shiller RJ (2000). Irrational exuberance. Princeton, NJ: Princeton UP Smelser N (1962).

Theory of collective behaviour. New York, NY: Free Press of Glencoe (1998). The rational and ambivalent in the social sciences.

Am Sociol Rev 63(1):1-16 Smith CW (1999). Success and survival on Wall Street: Understanding the mind of the market, 2nd edn. Lanham, MD: Rowman & Littlefield